Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Είμαι ο Ζόφος…

Είμαι ο Ζόφος
Εγώ οδηγώ προς τη θλιμμένη χώρα.
Εγώ προς τις ψυχές τις κολασμένες.
Παράλληλα με τις όχθες του Άρνου, τρέχω, χωρίς πνοή… στρίβω αριστερά στη Βία ντέι Καστελάνι, κατευθύνομαι βόρεια, κολλητά στις σκιές του Ουφίτσι.
Και εκείνοι εξακολουθούν να με καταδιώκουν.
Το ποδοβολητό τους δυναμώνει τώρα, καθώς ρίχνονται στο κυνηγητό με
ασυγκράτητη αποφασιστικότητα.
Χρόνια ολόκληρα με κυνηγούν. Η επιμονή τους με υποχρέωσε να κρύβομαι… να ζω στο καθαρτήριο… να βασανίζομαι κάτω από τη γη, σαν χθόνιο τέρας.
Είμαι ο Ζόφος
Εδώ, πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, στρέφω το βλέμμα μου προς το βορρά, όμως μου είναι αδύνατο να βρω μονοπάτι που να οδηγεί απευθείας στη σωτηρία… καθώς τα Απέννινα Όρη κρύβουν το πρώτο φως της αυγής.
Περνώ πίσω από το ανάκτορο με τον οδοντωτό πύργο και το χωλό ρολόι… περνώ ανάμεσα από τους πρωινούς πωλητές στην Πιάτσα ντι Σαν Φιρέντσε, με τις τραχιές φωνές τους που μυρίζουν πατσά και φουρνιστές ελιές.
Διασχίζω το ποτάμι πριν το Μπαρτζέλο, κόβω δυτικά προς το καμπαναριό της Μπάντια και βρίσκω απότομα μπροστά μου τη σιδερένια πύλη στη βάση της σκάλας.
Εδώ κάθε ατολμιά πρέπει να σβήσει.
Στρίβω το χερούλι και περνάω στο πέρασμα από το οποίο ξέρω πως δεν υπάρχει επιστροφή. Πιέζω τα μολυβένια πόδια μου να ακολουθήσουν τα στενά σκαλοπάτια… τα οποία υψώνονται σαν σπείρα προς τον ουρανό, μαρμάρινα πατήματα, σημαδεμένα, φθαρμένα.
Οι φωνές αντηχούν από κάτω. Ικετευτικές.
Βρίσκονται πίσω μου, ακατάβλητοι, πλησιάζουν.
Δε συνειδητοποιούν τι επίκειται… ούτε όσα έχω κάνει για το καλό τους.
Αχάριστος τόπος!
Όπως ανηφορίζω, οι εικόνες ξεπροβάλλουν σκληρές… τα λάγνα κορμιά που
σπαρταρούν κάτω από την πύρινη βροχή, οι ακόρεστες ψυχές που επιπλέουν στα
περιττώματα, οι άτιμοι προδότες εγκλωβισμένοι στην παγερή αγκάλη του Σατανά.
Αφήνω πίσω μου τα τελευταία σκαλοπάτια και φτάνω στην κορυφή, παραπατώ
σχεδόν ξεψυχισμένα όπως συναντώ τη νοτισμένη, πρωινή ατμόσφαιρα. Τραβώ
αμέσως στον τοίχο που φτάνει στο ύψος μου, κοιτάζω ανάμεσα από τις πολεμίστρες.
Κάτω, μακριά, αντικρίζω την ευλογημένη πόλη στην οποία βρήκα καταφύγιο από
όλους εκείνους που με εξόρισαν.
Οι φωνές αντηχούν, φτάνουν κοντά μου, πίσω μου.
Είναι τρέλα αυτό που έκανες!
Η τρέλα γεννά τρέλα.
Για όνομα του Θεού, πες μας πού το έκρυψες!
Ακριβώς, στο όνομα του Θεού, λέξη δεν πρόκειται να σας πω.
Στέκομαι εκεί, εγκλωβισμένος, με την πλάτη κολλημένη στην κρύα πέτρα.
Τα βλέμματά τους καρφώνονται πάνω στα καθάρια, πράσινα μάτια μου, οι εκφράσεις των προσώπων τους σκοτεινιάζουν, δεν είναι πια παρακλητικές, αλλά απειλητικές. Το ξέρεις πως έχουμε τους τρόπους μας. Μπορούμε να σε υποχρεώσουμε να μας πεις πού βρίσκεται.
Για το λόγο αυτόν σκαρφάλωσα κι εγώ ως τα μισά του ουρανού.
Ξαφνικά, κάνω μεταβολή και σηκώνω τα χέρια μου, τα δάχτυλά μου γραπώνονται
πάνω στο ψηλό χείλος, με ανεβάζουν κι άλλο, τα γόνατά μου βρίσκουν πάτημα,
ανασηκώνομαι, τελικά στέκομαι στα πόδια μου… ισορροπώ αβέβαια εκεί.
Οδήγησέ με, καλέ μου Βιργίλιε, πέρα από το χάος.
Αδυνατώντας να πιστέψουν αυτό που βλέπουν, ορμούν μπροστά, θέλουν να με
αρπάξουν από τα πόδια, όμως φοβούνται πως θα κλονίσουν την ισορροπία μου και θα με γκρεμίσουν.
Ικετεύουν τώρα, με βουβή απόγνωση, όμως εγώ τους έχω γυρίσει την πλάτη. Ξέρω τι πρέπει να κάνω.
Από κάτω μου, σε απόσταση ιλιγγιώδη, οι κόκκινες κεραμοσκεπές ξεπροβάλλουν
σαν πύρινη θάλασσα που απλώνεται να συναντήσει την εξοχή… φωτίζοντας τον
όμορφο τόπο όπου άλλοτε βάδισαν γίγαντες… Τζότο, Ντονατέλο, Μπρουνελέσκι,
Μποτιτσέλι, Μιχαήλ Άγγελος.
Πόντο τον πόντο, φέρνω τα πόδια μου στο χείλος των προμαχώνων.
Κατέβα! φωνάζουν. Υπάρχει ακόμη χρόνος!
Ω, σκόπιμα αδαείς! Δε βλέπετε το μέλλον;
Δε συνειδητοποιείτε το μεγαλείο της δημιουργίας μου;
Την αναγκαιότητά της;
Ευχαρίστως προχωρώ στην υπέρτατη θυσία… και μέσα από αυτή θα διαγράψω και την τελευταία σας ελπίδα να βρείτε αυτό που ψάχνετε.
Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να το εντοπίσετε εγκαίρως.
Πολλές δεκάδες μέτρα από κάτω, η πλακόστρωτη πλατεία μοιάζει να με καλεί, σαν γαλήνια όαση.
Πόσο λαχταρώ λίγο χρόνο παραπάνω… όμως ο χρόνος είναι το ένα
και μοναδικό αγαθό που η αμύθητη περιουσία μου δεν μπορεί να μου εξασφαλίσει.
Εκείνα τα τελευταία δευτερόλεπτα, ατενίζω την πλατεία και αντικρίζω ένα θέαμα που με ταράζει.
Βλέπω το πρόσωπό σου.
Με παρατηρείς ανάμεσα από τις σκιές.
Η θλίψη βαραίνει τα μάτια σου, και όμως μέσα τους διακρίνω ένα σέβας βαθύ γι’ αυτό που πέτυχα.
Αντιλαμβάνεσαι πως δεν έχω άλλη επιλογή.
Στο όνομα της Ανθρωπότητας, έχω χρέος να προστατέψω το αριστούργημά μου.
Ακόμη και τώρα θεριεύει… κοχλάζει κάτω από τα βαθυκόκκινα νερά της λίμνης που εντός της δε φεγγοβολούν ούτ’ άστρα.
Κι έτσι, παίρνω το βλέμμα μου από σένα και ατενίζω τον ορίζοντα.
Ψηλά πάνω από αυτόν τον ταλαίπωρο κόσμο, απευθύνω την ύστατη προσευχή μου.
Θεέ μου, μακάρι ο κόσμος να μη με θυμάται σαν κάποιον κτηνώδη αμαρτωλό, αλλά ως τον ένδοξο σωτήρα που ξέρεις κι εσύ πως είμαι πραγματικά.Μακάρι η
Ανθρωπότητα να κατανοήσει το δώρο που αφήνω πίσω μου.
Το δώρο μου είναι το μέλλον.
Το δώρο μου είναι η λύτρωση.
Το δώρο μου είναι η Κόλαση.
Με αυτές τις σκέψεις, ψιθυρίζω ένα αμήν… και κάνω το τελευταίο μου βήμα στην
άβυσσο.

INFERNO

Don Brown

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Ορατών τε πάντων, και αοράτων…

"Λαχτάρισα, τα ψέματα και τους γρίφους…
Η δραστηριότητα μου με σκοτώνει…
Εμείς, επικοινωνούμε στο privet chat, η με SMS…"

Τελικά δεν είναι κλειστός ο παράδεισος, αλλά η κόλαση.
Τα ψέματα που μας ταλαιπωρούν χιλιετηρίδες τελειώνουν.
Ο παράδεισος είναι τα πάντα, εκτός από ένα κομμάτι μέσα στον παράδεισο περιφραγμένο με φώς, φως ανέσπερο, και φώς απροσπέλαστο…
Αυτή η μάντρα φυλακή, είναι η κόλαση, πυκνοκατοικημένη με μικρή έκταση.
Και εκεί στοιβάζονται όσοι τους φύλαξη η μοίρα να ριχτούν στην αγκαλιά της.
Γύρω παντού παράδεισος, και δύο βήματα από το φράχτη περιπολούν πολεμιστές του φωτός, βλέπουν επιτηρούν και επιλέγουν…
Σε μια στιγμή λοιπόν διάλεξε ο πολεμιστής  Οληίλ, την φυλακισμένη, Φατιαλ, και εκείνη ταυτόχρονα, πόθησε να την διαλέξει την ίδια ακριβώς στιγμή…
Το γαλανό της χρώμα, έδενε απόλυτα με την μενεξεδένια του αύρα.
Είχε αρχίσει το χρώμα της  να σκουραίνει, και το δικό του να φωτίζεται…
Όλα έγιναν σε μια στιγμή…ταυτόχρονα στον μικρόκοσμο και στο σύμπαν.
Κοίταξε ικετευτικά τον πολεμιστή, με ζωγραφισμένο στο ζωηρό της βλέμμα όλο το σενάριο. Εκείνος το διάβασε, και έφτιαξε τον δικό του σκοπό.
Ρόλος των φωτεινών πολεμιστών, είναι, να μεταφέρουν από την κόλαση στον παράδεισο όσους έχουν την θέρμη, και την δύναμη να αντικρύσουν το φώς.
Ο σκοπός τους είναι να ελευθερώνουν, με την ρομφαία του φωτός.
Άπλωσε το χέρι του, και πέρασε η παλάμη του μέσα από το φωτεινό πλέγμα της φυλακής.
Διάβασε η Φατιάλ, την γραμμή της τύχης και χαμογέλασε, διάβασε και την γραμμή της ζωής και το χαμόγελο έσβησε, καθώς χώθηκε και κούρνιασε στην παλάμη του.
Πίσω της σκυλιά, οι φθονεροί δεσμώτες έτριζαν τα δόντια τους ζητώντας εκδίκηση.
Μάταια,  δεν νικιέται το φώς, δεν υποτάσσεται το καλό.
Αντίθετα μέσα στην άγνοια των δεσμωτών, μέσα στο τυφλό τους ρόλο, πάντα βρίσκει χαραμάδες και τρυπώνει δηλώνοντας την δύναμη του.
Ο δρόμος για τον παράδεισο, αν και δύο βήματα από την κόλαση, μεγάλος.
ΕΚΕΙ μόνο ναι στιγμή, ΕΔΩ όμως πολλά χρόνια.
Ο δρόμος για την ελευθερία, περνά απαραίτητα μέσα από την υλη, εκεί γίνονται οι δοκιμασίες και εκεί κρίνεται η αξιοσύνη να αγκαλιάσει κάποιος το φώς.
Αγκάλιασε τον πολεμιστή, για εκείνη ο Οληιλ ήταν πλέον ο άγγελος της.
«Σε αγαπώ» του ψιθύρισε και Πέρασαν ντυμένοι με σάρκες και δέρμα.
Ζωή θειο δώρο, μαζί περπάτησαν, ενώθηκαν,  έπεσαν, και ξανασηκώθηκαν…
Ο Άγγελος και η Αδυναμία, όνειρα πραγματικά με το άλφα της αρχής στεφανωμένο, και το άλφα της αγάπης ακέραιο.
Και έδωσε ο Άγγελος με τα χρόνια, στην Αδυναμία, δύναμη.
Χάρισε ένα κομμάτι του, μοιράστηκε μαζί της την γνώση, μυηθήκαν και οι δύο μαζί.
Κάποια στιγμή όλα ήταν έτοιμα, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για το πέρασμα στην αθανασία, στον παράδεισο , στο φώς.
Όλα έγιναν σύμφωνα με το πεπρωμένο.
Η Αδυναμία μεταμορφώθηκε σε Φατιάλ, παντοδύναμη πλέον και πανίσχυρη στην νέα διάσταση.
Τιμώρησε τον δεσμώτη της, και με ευγνωμοσύνη, αφιέρωσε την προστασία της στον Άγγελο, που υπήρξε καταλύτης και ταυτότητα.
Ο Άγγελος, περήφανος και ολοκληρωμένος συνέχιζε τα γήινα χρόνια, και τις παραδεισένιες στιγμές, πάντα όμως δύο βήματα από την κόλαση.
Ο Οληίλ με καθαρό βλέμμα, αντίκρισε σε μια από τις περιπολίες του την Ναρίτ.
Όλα είναι δύο γύρω μας, όταν γίνονται τριάδα, δείχνουν πως ποθούν να ενωθούν με την Μονάδα.
Η Ναρίτ φυλακισμένη, με προσωπείο, λαχταρούσε το πέρασμα στην ελευθερία και στο φώς.
Κανείς δεν είναι ίδιος και κανείς δεν είναι αψεγάδιαστος.
Άφτιαχτη η Ναρίτ, θα δυσκολευόταν να αποκτήσει την ελευθερία της, επειδή το δέντρο της αλλοίωσης στην κόλαση είχε αρχίσει να ριζώνει.
Η μεγάλη και παρατεταμένη σκλαβιά, απομακρύνει την Ελευθερία.
Η κόλαση αυτόνομη με δικούς κανόνες, και χρειαζόταν η Ναρίτ, να κάνει κάτι για τους δεσμώτες, ώστε να επιτρέψουν.
Γιατί δεν φεύγεις από την κόλαση, όταν σου ρουφήξει την ικμάδα του φωτός, τότε πρέπει να γίνει μετάγγιση από καθαρό δότη, έναν φωτεινό πολεμιστή.
Η εντολή ήταν, εκδικήσου τον Άγγελο, που μας έκλεψε την Φατιάλ.
Ο Οληίλ έστρεψε το βλέμμα του προς την Ναρίτ, η πρόκληση ήταν μέγιστη.
Έφτιαξε το σενάριο, όλα συγκεχυμένα, διαφορετική περίπτωση.
Η καινούργια αποστολή, ήταν ένα ανακάτεμα, κόλασης και παράδεισου.
Το φως και το σκοτάδι πολεμούσαν, ότι ήταν υπέρ ήταν και κατά, και το ανάποδο, αντιμαχόταν το ίσιο.
Άπλωσε την παλάμη του και πάλι όμως.
Η Ναρίτ είδε την γραμμή της δύναμης, ζήλεψε την γραμμή της τύχης, και δεν έδωσε καμία σημασία στην γραμμή της ζωής, αντίθετα θαύμασε την βελουδένια και αναπαυτική πρόταση.
Άγγιξε το χέρι του μέχρι που να περάσει, «είσαι ο άνθρωπος μου» ψιθύρισε….. άνθρωπος; Όχι μόνον, και άνθρωπος φυσικά.
Και όταν αυτό έγινε, το άνοιγμα πύλης, και η αλλαγή διάστασης, τότε το άφησε και απλώθηκε στην δήθεν ελευθερία, που της εξασφάλιζε το προσωπείο.
Όλα, κρατούν ΕΚΕΙ μια στιγμή, και όλα η σχεδόν όλα πέρασαν ΕΔΩ, για να κρατήσουν χρόνια.
Δύσκολο το έργο και θέλει τον χρόνο του να ωριμάσει, θέλει πειθώ η μύηση, και η αλλαγή σε σφραγίδες αιώνιες πονά.
Βρήκε τον Άγγελο η Λατρεία, και προχωρούσαν άχρωμα χωρίς σκοπό και ουσία για πολύ.
Αταίριαστες αποστολές, άλλο σενάριο η Λατρεία άλλο ο Άγγελος.
Ντύθηκε με το χρόνο αποτυχία, η αποστολή της εκδίκησης, και βοήθησε σε αυτό η Φατιάλ, του Αγγέλου η προστάτιδα σκιά.
Γέμισε πανικό, θυμό, και απόγνωση το αγκαθένιο περιβόλι της Λατρείας.
Υδρόβιο περιβόλι, στης θάλασσας τα βάθη, ίσως να μην το φτάνει Ήλιου φως, γιατί τον φόβο φέρνουν όσοι, από αιώνια σκλαβιά, βγαίνουν στην μέρα.
Αιώνια όμως το φως κερδίζει το σκοτάδι, και άμα οι δύο γίνουν τρεις φτάνει η ώρα να αγκαλιάσουν την μονάδα.
Η μια παλάμη δεν θα φτάσει, για να γίνει της ψυχής η αλλαγή, γι’ αυτό χρειάζονται δύο.
Δυο χέρια τόσο δυνατά, θα κάνουν ότι πρέπει, και τα σκοτάδια θα ακυρώσουν και το σενάριο που φτιάχτηκε θα κάνουν πράξη, γιατί η  ουτοπία σβηνεται, όταν πιστέψεις πως δεν υπάρχει.
Ο Οληίλ και η Φατιαλ, δοκιμασμένοι φωτεινοί πολεμιστές, δεν ξέρουν τι θα πει να χάσεις μια ψυχή που πολεμά σε λάθος δρόμο, να φτάσει στον σκοπό της, και στο τέλος.
Στο μυστικό της περιβόλι η Ναρίτ, κάποια στιγμή, είδε τα αγκάθια, την θέση τους να δίνουν σε λουλούδια, σημάδι πως το τέλος πλησιάζει.
Δεν αντιστάθηκε ποτέ ξανά, μέχρι την όμορφη εκείνη την στιγμή που γέμισε τον κόρφο της δροσιά, θαλασσινή δροσιά, κόρη του μπάτη.
Το ολόλευκο το σώμα της Λατρείας, σε ανάκλιντρο ριγμένο, που σέρναν τρίτωνες και Νηιρίδες, την πύλη διάβηκε ξανά, και έγινε η Ναρίτ, Ναριτιάλ, που πάει να πει του Ήλιου κόρη.
Είναι από τότε, πριν χιλιάδες χρόνια, μια στιγμή μονάχα ΕΚΕΙ, τρία αστέρια, σαν διαμάντια του ουρανού.
Όποιος ξαπλώσει μια αυγουστιάτικη βραδιά, αργά την νύχτα σε αμμουδιά φεγγαροστόλιστη, τα βλέπει στον ουράνιο θόλο, τρίγωνο ιερό, τριάδα θεια.

Οληίλ-Φατιάλ-Ναριτιάλ, τουτέστι μεθερμηνευόμενο………
Ολοκληρωτικά-Φωτισμένος-Νους.

ΕΚΕΙ δύο βήματα από την Κόλαση…με μια καρδιά κουράγιο φορτωμένη, και την ψυχή γεμάτη ΦΩΣ.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
3/8/2013=17=8=Θέωση

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Serial Killer






Ετοιμάζεσαι να βγεις
Ακονίζεις τα μαχαίρια σου και ελέγχεις τα γυαλιά νυχτερινής όρασης
Έχει «κυνήγι» απόψε
Αρκετές μέρες έκατσες κλεισμένος στο σπίτι για να μη σε καταλάβει κανείς
Δεν είναι και λίγοι 48 φόνοι..
Αν και είναι πολύ λίγοι για τα χρόνια που είσαι «μπλεγμένος»
Πρέπει να ισοβαθμίσεις το σκορ με τους άλλους
Βαρέθηκες να σε λένε μαμούχαλο και αδερφή
Σήμερα όλη η πόλη θα πνιγεί στο αίμα των θυμάτων σου
Στρώνεις τα ρούχα σου και κρύβεις καλά τα ακονισμένα μαχαίρια σου
Βγαίνεις κρυφά από το παράθυρο
Κανείς στο σπίτι δεν πρέπει να καταλάβει ότι έφυγες
Μαλακά, σαν πούπουλο, προσγειώνεσαι στο πεζοδρόμιο
Χαίρεσαι πολύ για αυτή σου την ικανότητα
Το να κινείσαι αθόρυβα
Το κάνει πιο απολαυστικό..
Εκνευριστικά απολαυστικό
Κινείσαι στις σκιές
Δεν πρέπει να σε δουν..
Αλλά εσύ βλέπεις
Και μάλιστα πολύ καλά
Τα γυαλιά νυχτερινής οράσεως κάνουν τη δουλειά τους τέλεια
Και τη δική σου δουλειά ευκολότερη
Σου αρέσει να σκοτώνεις με τα μαχαίρια σου
Αυτούς τους μικρούς σουγιάδες
Σε εξιτάρει ο ήχος που κάνει η σάρκα όταν σκίζεται
Είναι σαν το θρόισμα των φύλλων, που τόσο σου αρέσει να ακούς
Αρρωστημένο, αλλά τι σε νοιάζει
Εφόσον σου αρέσει, αυτό είναι και το σωστό
Η αναζήτηση συνεχίζεται
Προτιμάς να κινείσαι σε μέρη που δε συχνάζει πολύς κόσμος
Ποιος ο λόγος να έχεις μάρτυρες;
Θα πρέπει να τους ξεφορτωθείς μετά
Και δε σου αρέσει αυτό..
Προτιμάς να διαλέγεις εσύ τα θύματά σου κι όχι το ανάποδο
Και ξαφνικά το βρήκες!
Το τέλειο θύμα
Έχει την πλάτη του στραμένη σε σένα και μασουλάει ένα κομμάτι ψωμι
Με την απίστευτη ικανότητά σου να κινείσαι παντελώς αθόρυβα, πλησιάζεις..
Φτάνεις σε απόσταση αναπνοής
Και τότε κάνεις το αγαπημένο σου..
«Χααααα», η ανάσα σου στο λαιμό του
Βλέπεις το θύμα σου να ανατριχιάζει
Σχεδόν δέχεται τη μοίρα του
Το ψωμί πέφτει στην κρύα άσφαλτο
Κι εσύ ξεκινάς το δικό σου παιχνίδι
Πάνω στην ταχύτητα παλεύεις να κρατάς και λογαριασμό
Πόσες μαχαιριές αυτή τη φορά;
Πέντε; Έξι; Ή καλύτερα Σαρανταπέντε –Σαρανταέξι;
Κάπου χάνεις το μέτρημα
Δε σε στενοχωρεί και πολύ αυτό
Θα είσαι πιο επιμελής στον άλλο φόνο
Καθαρίζεις καλά τα μαχαίρια σου, αυτούς τους μικρούς σουγιάδες και τους κρύβεις καλά
Η νύχτα μόλις άρχισε
Το «κυνήγι» συνεχίζεται
Στρίβεις στη γωνία και συνεχίζεις να περπατάς
Αθόρυβα
Δεν πρέπει να σε πάρει είδηση κανείς
Και τους βλέπεις
Μια οικογένεια
Ο πατέρας, η μητέρα και το τσούρμο ταπαιδιά
Σου τη δίνουν οι πολύτεκνες οικογένειες
Σου τη σπάνε
Εσύ δεν είχες ποτέ σου οικογένεια
Ούτε γονείς, ούτε αδέρφια
Από πολύ μικρός έπρεπε να τα βγάλεις πέρα μόνος σου
Ποτέ δε δέθηκες με κανένα
Μένεις ουσιαστικά από δω κι από εκεί
Η μόνη σου οικογένεια είναι ο εαυτός σου
Και γι αυτό, αυτοί εκεί πέρα πρέπει να πεθάνουν
Να πληρώσουν για το κενό που έχεις μέσα σου
Και αυτό θα γίνει..
ΤΩΡΑ!
Ορμάς σαν το γύπα
Σαν τα γαμψά του νύχια, τα μαχαίρια σου μπήγονται στην κοιλιά της μητέρας
Αυτή πρώτα πρέπει να πεθάνει, για τη μητρική στοργή που δεν έζησες ποτέ
Και πεθαίνει, ακαριαία
Δεύτερος ο πατέρας
Για την καθοδήγηση που δεν είχες ποτέ όταν ήσουν μικρός
Γιατί αυτός φταίει που δεν έγινες ολοκληρωμένος άντρας
Και τέλος τα μικρά
Για τα αδέλφια που δεν είχες ποτέ
Για τις αγκαλιές που έχασες, τα πειράγματα που στερήθηκες, τη στήριξη στη σκανταλιά και το παιχνίδι
Και πεθαίνουν όλοι
Από μια μαχαιριά στον καθένα
Δεν χρειάζονται παραπάνω εδώ
Είναι ηθικός ο φόνος, όχι για διασκέδαση όπως πριν
Ξανακαθαρίζεις καλά τα μαχαίρια σου, αυτούς τους μικρούς σουγιάδες και τους κρύβεις καλά
Η νύχτα συνεχίζεται
Πρέπει να πεθάνουν κι άλλοι
Πρέπει να αυξηθεί ο αριθμός
Για να σταματήσουν να σε περιγελούν
Και αυτό θα γίνει
Συναντάς ένα ζευγάρι
Είναι στα μέλια τους
Το καταλαβαίνεις από τα δώρα που ανταλλάσουν μέσα στο νάζι και τη γλύκα
Αηδία
Τα άντερά σου ανακατεύονται
Δεν αντέχεις να τους βλέπεις
Πρέπει να πεθάνουν
Δε λέει ο κόσμος: «Είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου! Και να πέθαινα τώρα δεν θα με ένοιαζε..»
Ε, ας τους διευκολύνουμε..
Ένα σάλτο, δύο μαχαιριές
Στις καρδιές τους
Για να μάθουν
Για τον έρωτα που δεν έζησες ποτέ
Οι σχέσεις μιας βραδιάς μια στο τόσο δεν πιάνουν
Αυτές δεν έχουν συναίσθημα
Είναι καθαρά θέμα ενστίκτου
Και καύλας
Μέχρι εκεί
Καθαρίζεις καλά τα μαχαίρια σου, και τα κρύβεις
Πάντα με καθαρά μαχαίρια πρέπει να σκοτώνει κανείς
Σαν να είναι πάντα η πρώτη φορά
Όπως όταν φτιάχνεις ένα γλυκό
Πάντα καθαρίζεις το κουτάλι σου για να ανακατέψεις και το δεύτερο μπωλ
Ποτέ δεν πρέπει να ανακατευτούν οι γεύσεις
Όπως και το αίμα εξάλλου
Δώδεκα φόνοι είναι καλά για απόψε
Νιώθεις λίγο κουρασμένος
Γυρνάς προς το σπίτι
Ο ήλιος αρχίζει να ανατέλλει
Κρύβεις τα γυαλιά σου και συνεχίζεις
Έφτασες
Πρέπει να ξαναμπείς από το παράθυρο
Για να μην καταλάβει κανείς ότι το είχεις σκάσει όλη νύχτα
Με τη μοναδική σου ικανότητα να κηνείσαι αθόρυβα, σκαρφαλώνεις και μπαίνεις μέσα στο σπίτι
Καθαρίζεσαι στα γρήγορα και κατεβαίνεις προς την κουζίνα
Ο ήχος από πιατικά μαρτυρά ότι όλοι έχουν ξυπνήσει
Τους καλημερίζεις με τον τρόπο σου
Ένα μακρόσυρτο νιαούρισμα
Αυτό είναι και το σήμα για να σου σερβίρουν το πρωινό σου
Σολωμός σε κονσέρβα, το αγαπημένο σου
Τρως χαρούμενος και γουργουρίζεις σε κάθε χάδι στο κεφάλι και τη ράχη σου
Τελειώνεις το πρωινό σου και κατευθύνεσαι προς το τζάκι
Καθώς καθαρίζεσαι σκέφτεσαι: «Καλά πήγε σήμερα.. Θα ξαναβγώ κι αύριο»
Τεντώνεσαι, κουλουριάζεσαι και κοιμάσαι ευχαριστημένος..

DEMI NAK
17/1/13

Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

Της ύπαρξης το αγέμιστο, χαμόγελο και δάκρυ

Σαν γονατίζει η νύχτα, τάχα να κάνει προσευχή στ' αστέρια, και την ανάσα της κρατά, μην την ακούσει ο Άδης που παραμονεύει, στην καμάρα της να τρυπώσει.
Τότε κοπάζει ο άνεμος να την προδώσει,
Τότε η θάλασσα της αμμουδιάς τα χείλη γλύφει,
Τότε ο ουρανός στενεύει, για να χωρέσει στις φλεγόμενες της γης λαγόνες
Τότε η ψυχή μου σπαρταράει, και από το τρέμουλο της, στάζουν μνήμες, χρόνια χαμένες.
Και τότε, μόνο το φεγγάρι, πιστό και αγνό, σβήνει κι αυτό το ταπεινό του φώς για να κρατήσει τον ρυθμό, μέσα στου Κρόνου, τα μεγάλα δαχτυλίδια.
Μόνο αυτό, ένα φεγγάρι της νυχτιάς ερωτικό, και μαγεμένο καρδιοχτύπι!!!

Όταν η μέρα ορθώνεται, κι απλώνει τα λουλούδια σε λιβάδια απάτητα, για να γεμίσει με σταγόνες, δήθεν της ζωής μας το πηγάδι, μην τύχει και κανείς δεν βρει του δρόμου της την ανηφόρα,
Τότε ασφαλίζει της καρδίας η πόρτα ολάνοιχτη, να μπουν του Ήλιου αχτίνες και την κάμαρα μας να ζεστάνουν.
Τότε αστράφτουν τα βουνά στις κορυφές, τα βλέμματα τα των αετών, που με μανία φτεροκοπούν να αγκαλιάσουν.
Τότε γρυλίζουν τα λιβάδια, και χίλιες μέλισσες βουίζοντας εδώ και εκεί, χωρίς σειρά νέκταρ μαζεύουν και κεντρί αλόγιστα προσφέρουν.  
Τότε τα΄χναρια οδηγούν ξανά τα βήματα, του κουρασμένου οδοιπόρου στης σπηλιάς την λήθη, που φως δεν φτάνει.
Μόνο εκεί, βρίσκει αναπαμό, και τις πληγές του ο καθένας γλύφοντας, λύκος αδάμαστος, με υπομονή και δύναμη επουλώνει!!

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
13/7/2013=17=8 άπειρο