Σάββατο 11 Απριλίου 2015

Θυμάμαι

Κράτησα κείνο το παιδί, που κέρδισα μοιραία
το κρυψα και το στόλισα, το διάβασα λαθραία.
Το φόρτωσα και με φωνές, πυρακτωμένα βέλη
μήπως ο ήλιος κουραστεί και πάψει να ανατέλλει.   

Χαρτάκι άγραφο μικρό, σε κουρασμένο δείλι  
φωτίζει τον ορίζοντα, λάμπει σαν το καντήλι
Δίνει στα γράμματα ζωή, τις λέξεις ομορφαίνει
σε κάθε του κατάθεση γεννιέται και πεθαίνει.

Ταξίδεψα στα όνειρα, μ’ αόμματους διαβάτες
του κόσμου τα οράματα, πλέκουν ονειροβάτες.
Τους έβαλα και χρώματα, την ίριδα κρυμμένη
μήπως και δουν οι άζωοι, πως ζουν οι πεθαμένοι.

Χαλίκι άτριφτο λιτό, στης αμμουδιάς την άκρη
Δεν έχει μάτια για πηγή, να βγάλουν ένα δάκρυ.
Κλέβει το μάτι του νερού, του ουρανού το βλέμμα,
κι όταν δακρύζει, άμωμο, στο στήθος τρέχει αίμα.

Αντάμωσα του μαχαιριού την φαντασμένη λάμα
Θα γράφει πάντα η ζωή, σαν γέλιο η σαν κλάμα.
Μη χαλαστείς μείνε παιδί, στο αίμα που ανάβει
Γεννά Αγγέλους η ψυχή, το χρόνο να προλάβει.

Μια ανάμνηση συμβολική, ένα κλειδί στο μέλλον
τους φόβους το ανύπαρκτο, σκορπίζει ανατέλλον.
Κάποτε κόκκινο καυτό, κάπου λευκό σαν κρίνο
σ ένα ταξίδι στ΄ όνειρο, μια ανάμνηση και κείνο.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
11/4/2015=14=5

Κυριακή 5 Απριλίου 2015

Ούτις εμοί γ΄όνομα….

Πήρες στην αγκαλιά σου την ελπίδα
Την στόλισες με σύννεφα καπνού
Φυλάς στον κόρφο σου την καταιγίδα
Ζέτα γαλάζιο πρωινό του ουρανού

Σκορπίστηκες σαν ψέμα στο λιμάνι
Βυθίστηκε η αλήθεια στο ρεφραίν
Νύχτα δεν έχει Ήλιο να ζεστάνει
Ντόρα  χλωμό φεγγάρι σε σατέν

Τις νύχτες εξορίζεις ψυχή σου
Μέσα σε φώτα κόκκινα ξερά
Σβήνουν κεριά οι ώρες στο κορμί σου
Τζένη, στολίστηκες πολύχρωμα φτερά

Ταξίδεψες σ΄ αρχαία μονοπάτια
Λερώθηκε ο χιτώνας σου με μωβ
Ποιος θα ενώσει όλα τα κομμάτια
Χρύσα χαθήκαμε, δακρύζει ο Ιώβ.

Ποιον θ΄ τυλίξει το βαρύ σου βλέμμα
Πως θα σκεπάσει, το φεγγάρι η ζωή
Αλλοίμονο δεν φτάνει, μόνο ένα ψέμα
Θέλει χιλιάδες, μέχρι νάρθει το πρωί.

Βουλιάζουμε σε γκρίζα λεωφόρο, εσύ φτηνός κομπάρσος, εγώ θεατής
Αγγίζω μοναχά την πρώτη πράξη, σ άχρηστο κούρσο, τιποτένιος πειρατής.
ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ

8/12/2013=17=8

Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

Όταν το φώς θυμάται

Για άλλους καθρέφτες, μπορεί και ικέτες
που λένε αλήθειες, χωρίς να κρυφτούν.
Για μένα με τόλμη, δυο όμορφοι δρόμοι,
που με ταξιδεύουν  χωρίς να ζητούν.

Μικρά μονοπάτια, θυμίζουν τα μάτια,
δυο φάροι που λάμπουν, μια άλλη μιλιά.
Φορτώνουν εικόνες, της ύλης νευρώνες
στον  έρωτα βέλη, στο ψέμα θηλιά.

Για κάθε ομιλία, στης Γής τα σχολεία,
αγιάζουν με νέκταρ, η μοιάζουν σπαθιά
προφήτες που λύνουν, ληστές που αφήνουν
διαμάντια στη λάσπη , κρυμμένα βαθιά.

Λιτός  καταπέλτης, οράς η προβλέπεις
τα μάτια σου τρέχουν, νερό ο καιρός.
Μα έχω ένα σφάχτη, σ αόρατο χάρτη
πώς βρίσκει αλήθεια  το βήμα ο χορός.

Στο τέλος με τόλμη, κερδίζει η ρώμη,
τα άβουλα πιόνια σε σκάκι πικρό.
Η μοίρα οργώνει, ο σπόρος φυτρώνει,
κλεμμένα  στο ζύγι, με βάρος μικρό.

Ματάκια μου τώρα, πριν έλθει η μπόρα,
του αλόγου σου στρώσε, για σέλα ψυχή.
Ξανά στα φτερά του, πνοή τη ματιά του
καλπάζοντας πάλι, να βρεις την αρχή.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
10/3/2015=12=3

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Χρόνος δεσμώτης…

Κάποιο μοναχικό πρωί στου κόσμου το σεργιάνι
μου πήρε ο αέρας την πνοή, την έπλεξε στεφάνι.

Στα σύννεφα μου σκοτεινιά, χαμένη η μιλιά μου,
στα μονοπάτια του μυαλού, χάθηκε η σπηλιά μου.

Με την σιωπή μου γέλαγε, και σάρκαζε συνάμα,
φορούσε μαύρα η ερημιά, αχός βουβός σαν κλάμα.

Ώσπου σε ένα ξέφωτο, μες του βουνού τη δύνη
Είδα το πνεύμα μιας ζωής, συνάντησα εκείνη.

Ήταν γυναίκα όμορφη, στα γαλανά της μάτια
Μια λάμψη γκρι, αληθινή, με έκοψε κομμάτια

Φορούσε πόνο, ένοιωσα, και αλυσοδεμένη,
αιώνιο το χρέος μας, σκλαβιά η οικουμένη.

Τα χρόνια της δακρύζανε, πολύτιμες εικόνες.
Την θαύμασα, την πόθησα, την γνώριζα αιώνες.

Μυστήριο και  δύναμη με τράβηξε κοντά της
μια αγάπη δώρο, ακριβό το συναπάντημα της.

Ο άνεμος χαιρέκακα θρόιζε στα αυτιά μου,
 εύκολος στόχος έλεγε, η ανοιχτή καρδιά μου.

Καθίσαμε λίγο μαζί, στου ήλιου την αψίδα
Μιλούσαμε χωρίς φωνή, ανάνηψα και οίδα.

Χάθηκα και θυμόμουνα, χρησμούς, ζωές, θυσίες
Να ταξιδεύουν γύρω μου, άπιαστες οπτασίες.

Μιλούσανε τα μάτια της, άκουσα την ψυχή μου,
οι αλυσίδες κόπηκαν και βρήκα την φωνή μου.

Ο άνεμος σταμάτησε, και λούφαξε στην άκρη,
 σε μένα έδωσε πνοή, σ΄ αυτή πήρε το δάκρυ.

Ονειρεμένο ξέφωτο, καρδιά του δάσους γέλα
Φόρα λυκόφως στα μαλλιά, το λυκαυγές κορδέλα.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
8/3/2015=18=9