Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Φαύλος κύκλος δεσμώτης


Τα κλουβιά τα κλαδιά στιγματίζουν
και τα ένστικτα, βάζουνε στάμπες
Σε κλουβιά τα κλαδιά φυλακίζουν
σε αυτοσχέδιες κρύες παράγκες.

Τα κλαδιά τα πουλιά δυναμώνουν
Κάτι κρύες νυχτιές του χειμώνα
Σε κλαδιά τα πουλιά ζευγαρώνουν
όμως κάπου υπάρχει σφεντόνα.

Τα πουλιά τα φτερά τους ζυγίζουν
δοκιμάζουν την δίνη του αέρα.
Σε πουλιά τα φτερά ψαλιδίζουν
με ενέδρα και μέσον τη σφαίρα.

Τα φτερά νοερά τους ανθρώπους
σ΄αλαζόνες καιρούς ανεμίζουν.
Σε φτερά νοερά βρίσκουν τρόπους
οι καιροί το μυαλό να κοιμίζουν.

Νοερά, ψυχικά στα ταξίδια
μια εικόνα και γύρω σκοτάδι
Ψυχικά, νοερά πάντα ίδια
η ασάλευτη λίμνη του Άδη.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
30/10/2016=13=4

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Γαλάζια αλμύρα

Σαν ουρανός η αμμουδιά
ζεστά μου καλοκαίρια,
τσαλαβουτώντας τα παιδιά
ντύνουν τα μεσημέρια.

Κι ο ήλιος είναι ένα παιδί
παίζει, κάνει καπρίτσια,
κάνει στα σύννεφα τσαρδί,
φλερτάρει τα κορίτσια.

Για σένα κόρη γαλανή
το σώμα μου καράβι,
η ανάσα μου λευκό πανί,
πάθος κρυφό ανάβει.

Αχ θάλασσα μου ντροπαλή
απέραντή μου νιότη,
ντύνεις με πόθο τη στολή,
του έρωτα ιππότη.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
29/10/2016=12=3

Αιχμάλωτοι της φενάκης

Οι ψυχές κατακλύζουν το χώρο
σαν πνοές μυστικές, σαν εικόνες,
Κάποιο σπέρμα ουράνιο πυρφόρο
τις κλειδώνει σε σώματα μόνες.

Ένα στρείδι τυχαία αγκαλιάζει
ψήγμα άμμου σ’ ελάσσονα τόνο.
Με αρμονία μορφή του αλλάζει,
σε πολύτιμη πέρλα στο χρόνο.

Οι μονάδες τον κόσμο ορίζουν
σαν σειρά με κεριά, που ανάβουν
με τη φλόγα το δρόμο φωτίζουν
το σκοτάδι με λήθη σκεπάζουν.

Ένας γρύλος, τον ήχο διπλώνει
τη σιωπή αναγκάζει να τρίζει.
Μια ορχήστρα, ένα μόνο τριζόνι
άδειες νύχτες με ήχο γεμίζει.

Οι στιγμές τη ζωή μας φωτίζουν
όπως σπίθες για λίγο και σβήνουν.
Πεφταστέρια μικρά αναβλύζουν
στην ροή αναμνήσεις αφήνουν.

Ένας κόσμος οράματα φτιάχνει
τους φορά μενταγιόν την ελπίδα,
κάθε βράδυ που πέφτει η πάχνη,
μου θυμίζει το τέλος του Μίδα.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
29/10/2016=21=3

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Πολύεδρο ολόγραμμα

Οι σκέψεις είναι παρελθόν…
Οι λέξεις είναι άλλοθι των σκέψεων…
Το γιατί είναι μάταιη προσπάθεια να γεφυρώσει το χάος των σκέψεων με λέξεις…
Οι προσωπικές σκέψεις πηγάζουν και απευθύνονται στην ίδια πηγή, καταργούν τον χρόνο η μονάδα δεν έχει χρόνο,  δεν μοιράζονται.
Οι λέξεις αντίθετα προϋποθέτουν δύο πόλους, εκπέμπονται από αλλού και εισπράττονται από αλλού… είναι φιλάρεσκες, θεατρικές αλλοιωμένες εγωίστριες.
Είναι εκτρώματα, των εμβρύων των σκέψεων.
Αμφισβητούνται, διαπλέκονται, παραποιούνται, εκπορνεύονται…
Το γιατί, είναι ο κακός δαίμονας, για τους ολοκληρωμένους δεν υπάρχει γιατί…
Οφείλουν να ξέρουν ότι δεν ξέρουν, και εκεί αρχίζει η αυτογνωσία.
Οφείλουν να ξέρουν ότι όλα είναι μια παράσταση, προδιαγεγραμμένη από τους ίδιους με συνιστώσες τους άλλους, εκεί τελειώνει η ετερογνωσία.
Η ερώτησις καθαρή αδιάβλητη σκέψις της μονάδας, είναι ερώστασις του έρωτα η τάσις…
Η απάντησις καθαρή αδιάβλητη σκέψις του συνολου, είναι απαν τασις του έρωτα…
Αλληλοεξουδετερώνονται  όταν ο έρωτας γίνεται πράξις.
Το ίδιο ακριβώς αλληλοεξουδετερώνεται ο βίος και η ζωή με την γέννηση και τον θάνατο…
Ένας κύκλος, με κέντρο την μονάδα, ακτίνες τον έρωτα, περιφέρεια, τα προβαλλόμενα ορατά γεγονότα, και τόξα τις αλλεπάλληλες  υλοποιήσεις των  ψυχιδίων .
Κάθε μοίρα, κάθε απειροελάχιστη υποδιαίρεση της ένας κόσμος.
Η μοίρα ορίζει την ατέλεια, και η γνώση της ατέλειας ορίζει την αρχή της αθανασίας.    

"Μοναρχική μου διάσταση, μοναδική μου σπείρα
Μόνη αρχική μου ανάταση, μόνη δική μου μοίρα
Μονομερής μου αίρεση μοναχική μου εστία
Μόνη μερίς  αναίρεσης, μόνη δική μου ουσία
Μόνη φορά μόνη στιγμή, μόνη γραμμή και φύτρα
Όσες φορές τόσες στιγμές τομές στην ίδια μήτρα"

Η στιγμή, ένα σημείο στη ευθεία του χρόνου…
Η ανυπαρξία του παρόντος.
Πολλές στιγμές, ένα τμήμα στην καμπύλη του χρόνου…
Η ύπαρξη του παρελθόντος.
Τίποτα δεν είναι παρόν, το παρόν είναι το τίποτα.
Οι σκέψεις είναι παρελθόν…
Τα όνειρα είναι ανεκπλήρωτες σκέψεις…
Το μέλλον δεν υπάρχει…
Το παρόν είναι άπιαστο…
Η ζωή μας είναι πάντα ένα παρελθόν…
Το μόνο σίγουρο μέλλον είναι ο θάνατος.
Αθάνατη  είναι μόνο η μανία του έρωτα.
Υπερέχει υπέροχα με την αφηρημένη έννοια ο έρωτας.
Αυτή είναι καθαρή ανιδιοτελής ανώτερη, γιατί ο έρωτας δεν είναι μόνο σωματική επιθυμία αλλά και πνευματική και ψυχική.
Αυτό είναι ο πρόλογος το έρωτα.
Στην συνέχεια ενώνονται τα σώματα (έτσι βλέπουν οι πολλοί).
Οι λίγοι και εκλεκτοί νοιώθουν και τις αύρες που ενώνονται και την υπέρτατη στιγμή γίνονται ένα, για ελάχιστο χρόνο.
Πόσοι έχουν ζήσει αυτή την στιγμή.... μυριάδες.
Πόσοι σταμάτησαν και "μπήκαν" μέσα στην στιγμή.
 Μιλάνε για το θαύμα της ζωής.
Πόσοι συνειδητοποίησαν την στιγμή αυτή, το ατομικό big bang.
Δεν μπορώ να απαντήσω....
Ανίκανοι αυτοί στον ουσιαστικό έρωτα, ανίκανος και εγώ στον επιθετικό ερωτικό προσδιορισμό....
Τούς ακυρώνω και με ακυρώνουν.... δράση και αντίδραση γιατί ο φυσικός νόμος μας καταδυναστεύει, μέχρι να γίνουμε θεοί.....
Με λένε αλήθεια και δεν έχω χρώμα...
Δεν υπάρχω και όταν κάποιοι με τρομάξουν χάνομαι για πάντα...
Δεν έζησες, όσο κοντά κι αν πήγες...
Έπαιξες μόνο και έχασες...
Ο "πάσα ένας" βάφει την αλήθεια με τα δικά του χρώματα….
είναι η χαρισμένη πρωτοβουλία, η τραγική υποκειμενικότητα, για να καθίσταται αντικείμενο ο άνθρωπος,  ο πύργος της Βαβέλ.
Και το μη όν ακόμη υπάρχει, (υπό αρχή) στην αρνητική διάσταση…
Κανείς δεν ακύρωσε την αρχή, αντίθετα όλοι μακαρίζουν το τέλος.
Τρόμος, χαμός, κατασκευασμένες έννοιες του μυαλού, το άλλοθι των αδυνάτων…
Ζούμε για να βιώνουμε, πλησιάζουμε δεν αγγίζουμε, δεν παίζουμε, μαθαίνουμε… μεταλλασσόμαστε, διαπιστώνουμε, και ελεγχόμαστε αυτόβουλα…
Δεν παίζουμε, ακυρώνουμε την νίκη ή την ήττα, το κέρδος ή την ζημία…
τα παιδιά δοκιμάζουν παίζοντας, αναζητούν…
Όσοι μόνοι  έφτασαν, δεν χρωστάνε, προχωρούν στην φωτεινή γη, καταπίνοντας βίους, και ταΐζουν την ζωή…

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
16/10/2016=17=8

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

Δικτυωτό φασόν…

Συμβατή φυσική πεθαμένη, σε νεκρούς αμφορείς βυθισμένη.
Οξυγόνο ξοδεύει για καύσεις, και διασπά υδρογόνο σε φάσεις .
Μπασταρδεύει υγρά και στοιχεία, σε διαρκή παραμένει λοχεία.
Με τσιπάκια την μνήμη σκλαβώνει, δεδομένα ζωής αλλοιώνει.

Τετριμμένα οφέλη για κλώνους, δανεική ευτυχία για μπόνους.
Οπτικές περιοδεύουσες ίνες, ασελγούν με τρισδιάστατες δίνες.
Οι οθόνες τραβούν την ρουτίνα , νοσηρή  επαφή με τον μήνα.
Αοράτων κυμάτων μαγνήτες, εξαπλώνουν χιλιάδες τερμίτες.

Ξεφτισμένα προφίλ βεβηλώνουν, την ουσία στεγνά ερημώνουν.
Νεκροζώντανοι πίνουν εικόνες, περπατώντας αργά σε οθόνες.
Των υγρών μας κρυστάλλων το θειο, καθορίζει ανύπαρκτο βίο,
που μετρά τη ζωή μας σε ίντσες, ου για ι καταλύτης με πίτσες.

Θερμικών κυκλωμάτων δεσμώτες, καταπίνουν τυχαία ιδιώτες,
του δικτύου τους θέλγει η κρύπτη, που υφαίνει αόρατο δίχτυ.
Ομορφιά με το ινσταγκραμ σβήνεις, και ανέραστη γεύση αφήνεις
σαν πορτραίτο μπαρόκ του Βαν ντάικ, η αξία μετριέται με λάικ.

Ένας φίλος τον φίλο πιστεύει, η φιλία στο γουέμπ περισσεύει,
μύριοι τόσοι με πάθος προκρίνουν, επιδίκτυοι φίλοι να γίνουν.
Την αγάπη για τίποτα όμως, δεν θ αγγίξω, απάτητος νόμος,
αν γεμίζουν καρδούλες οι πάγκοι, φανερώνουν πηγαία ανάγκη.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
13/10/2016=14=5 

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2016

Να ματασαλώσεις* τη γίδα… (Ηράσιος)*

Επτά μεσημβρινοί, και επτά παράλληλοι το ορίζουν
το σαλεμένο φύλλο του Οκτώβρη
Αραχνιασμένα ερείπια βουβά, στο σάλεμα του τρίζουν
μοναδική των φύλλων εκατόμβη

Σκιρτά η λεύκα η ασημόλευκη, πώς έμεινε γυμνή
Τα ατίθασα παιδιά τις σε αλάνες
πεσμένα, βολοδέρνουν στου επιλόγου την σκηνή
«νέα δομή» αγάμητες πουτάνες.

Κόντρα με πάθος στου χειμάρρου την θολή ορμή
χέρι βοήθειας η ψυχή του σαλεμένου
γλύφει τις όχθες με τα βούρλα τεντωμένο το κορμί
η ηθική του καταρράκτη αγριεμένου.

Φιλόψυχα μου σαλεμένα λιγοστά, αιώνιοι οδοιπόροι  
της φθινοπωρινής ροής έρμα σπουργίτια
φτάνει ο  χειμώνας θα σας βρει, με δίχως πανωφόρι
μακραίνει ο ήλιος, μεγαλώνουν τα ξενύχτια    

Κρατά ο Άδης το κλειδί, αργεί η ανατολή της μέρας
να κάψει ο ήλιος Χάρυβδη, και σκύλα,
στα τάρταρα να κλείσει, την ασχήμια, και το τέρας
να μείνουν μόνο κάτι αγιασμένα φύλλα.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
9/10/2016=19=2

Ματασαλώνω = Αλλάζω θέση στο δεμένο ζώο όταν τελειώσει η τροφή.
Ηράσιος = Οκτώβριος

Ένας Λακεδαιμόνιος είναι Λιτός και Λυτός…
Ύψιστο ιδανικό το φώς (Λακ-Λυκ)..
Μόνιμη επιδίωξη η γνώση (Δαίμων-Δα ι μων).

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

Γαλάζιο φώς

Σε ξύλινο τομέμ, γαλάζια χάντρα
σε ξόανο μισό, ζωή υφάντρα.
Στολίδι σε λαιμό, πολύτιμο πετράδι
ουράνιο μενίρ, σε κάθε χάδι.

Έσπασε ο χρόνος, το δερμάτινο
κόπηκε το κορδόνι το υδάτινο
κύλισε η χάντρα, κυκλική  πορεία
νέα, γαλάζια φωτεινή ελευθερία.

Με Αμαζόνα για ψυχή, πάλι στο δρόμο
Σφραγίδα αρχαία, και ένα νόμο.
Σε τέσσερεις ωκεανούς, όλοι σημεία
το πέμπτο μου εγώ, μια νηνεμία.

Μια ζωντανή ασπίδα, που καλύπτει
ρυτίδες σμιλεμένες από γλύπτη.
Μια σμίλη άσπιλη, του κάθε χτύπου
βορά για το σφυρί του λύκου.

Απίθανη ανάσα του θεού, η εκπνοή ανθρώπου
Το κρύο του φιδιού, η κάψα του μετώπου.
Επτά στοιχεία, τα αειθαλή στοιχειά αντιπαλεύουν,
οκτώ ζωές μου, έναν θάνατο λαθεύουν.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
8/10/2016=18=9

****
Έχει πολλές πιθανότητες, υπάρχουν κάποιες ομοιότητες φυσιογνωμικά.
Υπάρχουν οι "Αμαζόνες", που ίσως ήταν άντρες, (άντρας χωρίς γένια εύκολα χαρακτηρίζεται γυναίκα).....
Υπάρχει και ο θεός των Ινδιάνων, ο Μανιτού.
Manes = ψυχές πνεύματα, στα Λατινικά.....
Το σημαντικότερο η ομοιότητα στον χαρακτήρα (ανεξάρτητος, μαχητής, λιτός, ενάρετος, φυσιολάτρης).
Οι Λέλεγες, έχουν μεγάλες πιθανότητες, να είναι κοινοί μας πρόγονοι.
(trade mark : ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ)

****
Αρχαία η αρχέγονη ψυχή είναι η σωστότερη απόδοση.
Και μια και η ψυχή είναι μια, αγέννητη, και αθάνατη, μιλώντας για ψυχή εννοούμε απειροελάχιστο τμήμα (ψυχίδιο, αναλογικά με το σωματίδιο) της συμπαντικής ψυχής, που έχει βιώσει (ψυχώσει αναλογικά και πάλι) περισσότερες, και πολύπλευρες καταστάσεις.   
ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

Γκρίζο τοπίο μα όμορφες σκέψεις.

Η θάλασσα έφτιαχνε μωσαϊκό λαμπιρίζοντας τα μικρά κυματάκια της στο φως της μέρας που πρόβαλε απαλά φιλώντας τη νυχτιά που έφευγε.
Συννεφιά και η μελαγχολία της μέρας έφεγγε στη μπαλκονόπορτα του ξενοδοχείου.
Τα βουνά στον ορίζοντα μοναχικά καΐκια αφήνανε το περίγραμμά τους να γράφει σκιές ψηλώνοντας πίνακες στο υγρό τοπίο.
Μια δυό στάλες πέφτανε να τονίσουνε τη μουντάδα της μέρας μα τίποτε περισσότερο.
Δε θα βρέξει και ο δρόμος μας θα είναι καθαρός χωρίς πολύ ήλιο να μας πονάει τα μάτια.
Τρίτη πρωί, η έκθεση τελείωσε και μαζέψαμε τις ελπίδες μιας καλής σαιζόν στις βαλίτσες και αναχωρήσαμε ανάμεσα στις απαλές γραμμές της Αττικής.
Αυτοκίνητα , κίνηση, οδηγοί που τρέχανε να προλάβουνε, κυρίες με καπελάκια οδηγώντας προσεκτικά σα να βγήκανε από άλλη εποχή, και κάποιοι αθλητές στην Μαραθώνος αγκομαχάγανε να κερδίσουνε αποστάσεις με ιδρώτα.
Άνθρωποι στις στάσεις περιμένανε τη συγκοινωνία και άλλοι βγαίνανε και μπαίνανε στα μαγαζιά.
Εποχές περίεργες πια και απροσδιόριστες.
Τεράστια πολυκαταστήματα στη διαδρομή έχασκαν άδεια έρημα που κάποτε έσφυζαν από κόσμο που μπαινόβγαινε κρατώντας ψώνια και χαρά.
Άλλαξαν οι καιροί βιαστικά απότομα.
Οι άνθρωποι κρύβονται φυλάγονται , αραίωσαν την παρουσία τους .
Οι δρόμοι κάνουνε παρέα τα σκονισμένα δεντράκια στα πεζοδρόμια και τα καταστήματα περιμένουνε θλιμμένα….
Μπαίνοντας στην Αττική οδό το τσιμέντο γέμισε , ψήλωσε σα φυλακή και τα αυτοκίνητα τρέχανε βιαστικά να βρούνε την έξοδό τους να δούνε σπίτια κι ουρανό.
Στην εθνική γέμισαν νταλίκες που βαριανασαίνανε μη μπορώντας να προλάβουνε τα γιώταχί που προσπερνάγανε αναβοσβήνοντας τα φλας.
Θόρυβος , πολύς θόρυβος που πισωγύριζε και δυνάμωνε χτυπώντας στις γκρίζες πολυκατοικίες.
Και όσο περνάγαμε τις εξόδους της Αθήνας η κίνηση αραίωνε μέχρι που ήμασταν ένα αυτοκίνητο εδώ, ένα εκεί και από καμιά νταλίκα περίμενε να την προσπεράσουμε.
Ο δρόμος συνέχιζε κι έχανε μακρυά τη γκρίζα γραμμή του κι εμείς όλο και τρέχαμε να καλύψουμε χιλιόμετρα.
Γκρίζο τοπίο μα όμορφες σκέψεις.
Γυρνάγαμε στη βάση μας και αυτό δεν το αλλάζαμε με τίποτε.
Θεόρατα απόκρημνα βουνά μας χαιρετάγανε και μετά θάλασσα.
Και μετά το τοπίο το κρύβανε οι ακακίες καταπράσινες με τον καφετί καρπό τους. Καμαρώνανε στην άκρη του δρόμου ξέροντας την ομορφιά τους.
Τις κοίταζα όσο μπορούσα στη φυλλωσιά τους και τις χαιρέταγα σα νάξερα πως με νιώθουνε.
Μια ακακία είχαμε και στην αυλή στο πατρικό.
Οι ακακίες μας θυμίζανε την πατρίδα τη Σμύρνη και οι Μικρασιάτες είχαμε από μια ακακία στην αυλή να μας θυμίζουνε πως κάποτε ήμασταν αλλού σε ευλογημένα χώματα, εκεί που τα κόκκαλα των παππούδων μας μείνανε άθαφτα περιμένοντάς μας…
Αχ ακακίες με τα όμορφα άσπρα λουλούδια σας !
Αχ ακακίες στην άκρη του δρόμου…
Προχωράμε και η Εύβοια πρόβαλλε πελώρια , πανέμορφη καταπράσινη .
Τα χωριά της , οι κωμοπόλεις της αστράφτανε άσπρες κυράδες με τα κόκκινα κεραμίδια τους πάνω από τη γκριζογάλαζη θάλασσα.
Πόση κίνηση θάχουνε τώρα σκέφτηκα . Κόσμος πάει έρχεται, τρέχει να προλάβει.
Κόσμος που δεν φαίνεται από τόση απόσταση μα τα σπίτια , οι πολυκατοικίες στέκουνε στολίζοντας το πράσινο τοπίο.
Πόσοι από αυτούς που κοιτάζω τώρα προς τα εκεί, θα περάσουνε κάποια στιγμή δίπλα μας χωρίς να το μάθουμε.
Και ο δρόμος συνεχίζει ανάμεσα σε βουνά και πεδιάδες με καταπράσινες φορτωμένες καρπό ελιές , και στρέμματα ατέλειωτα με βαμβάκια και σιτάρια που κόπηκαν όσο προχωράμε προς Λάρισα.
Χωριά μικρά, μεγάλα, απλώνονται εδώ κι εκεί έχοντας στο κέντρο τους ψηλά καμπαναριά. Κάποτε περνάγαμε ανάμεσα σε πολλά από αυτά, μα τώρα ο δρόμος ακατάδεχτος μόνο σε ταμπέλες εξόδου μας τα ονοματίζει.
Θυμάσαι κάποτε στα Καμένα Βούρλα;Στο καφέ;
Πάει πια , εκεί μόνο οι αναμνήσεις μείνανε. Δε θα ξανακαθίσουμε στα παγκάκια δίπλα στη θάλασσα.
Οι εποχές…αχ οι εποχές πως αλλάζουνε τα πάντα !
Πως αλλάζουνε τη γλύκα την ανεμελιά για μιας ώρας δρόμο.
Λέω, να, λέω μια φορά να φύγουμε χωριό χωριό , παραλία παραλία να μη νοιαστούμε.
Να ξεχαστούμε στα καφέ και τα ταβερνάκια που θα βρούμε μπροστά μας.
Να σε κοιτάζω, να με κοιτάζεις, να σε αγκαλιάζω να χαιδεύω τα μαλλιά σου… να τρώμε γλυκά και να γεμίζουμε το στόμα σιρόπια , να γελάμε κάνοντας γκριμάτσες.
Να γελάμε… από πότε έχουμε να γελάσουμε.
Από πότε τα μάτια μας χάσανε τη λάμψη της χαράς μα σκοτεινιάσανε πασχίζοντας στα μισοσκόταδα της ανάγκης.
Μιζεριάσαμε το ξέρεις;
Περνάμε τα Τέμπη και δεν ξέρω αν τα ξαναπεράσουμε.
Τα τούνελ όπου νάναι θα παραδοθούν στην εθνική οδό και η Αγία Παρασκευή θα μείνει πάντερμη ανάμεσα στα πελώρια δέντρα, τα βράχια .
Η γέφυρα θα βλέπει τα θολά νερά του Πηνειού να κυλάνε βουβή σκονισμένη.
Άραγε ποιος θα πηγαίνει να ανάβει κεριά στα εικονίσματα.
Πως μας πονάει ο χρόνος που κυλάει τα θολά νερά του σαν τον Πηνειό !
Πως μα πως μας πονάει !
Πως αλλάζουνε όλα τόσο μα τόσο γρήγορα. Βιαστικοί καιροί και τα τοπία ξεχάστηκαν μαζί με τις αγκαλιές που δεν θα τις ξανανιώσουνε τα μοναχικά παγκάκια.
Όλα φεύγουνε κυλάνε στα θολά νερά του χρόνου που κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να κρύβουνε μέσα τους.
Θέλω να σ αγκαλιάσω. Να γευτώ τα χείλη σου , το άρωμά σου … μα δεν προλαβαίνω.
Δεν προλαβαίνεις κι εσύ. Κι έτσι γίνεται η φωνή κόμπος στο λαιμό και δεν βγαίνει.
Τα δάκρυα τα ξεχάσαμε και μαζεύτηκαν, γίνανε καρκίνος.
Άσε με να σου χαιδέψω τα μαλλιά να γιάνεις να γιάνω.
Έλα να κάνουμε το ταξείδι Αθήνα Βέροια πολλές ώρες, αμέτρητες.
Να μη μετράμε βιαστικά χιλιόμετρα, μόνο αγάπη να μετράμε. Φιλιά. Γέλια.
Πόσα παγκάκια Θεέ μου ερήμωσαν στις μικρές παραλίες.
Να , σου πήρα ένα κίτρινο τριαντάφυλλο να στο δώσω. Να ταξιδέψουμε μαζί.
Που είσαι. Δεν είσαι. Δεν… Πόσα δεν Θεέ μου!
Σ ένα παγκάκι ξεβαμμένο σε μια μικρή παραλία σκάλισα το όνομά σου όταν περάσεις να το δεις.
Και άφησα ένα κίτρινο τριαντάφυλλο για σένα.
Αν βιαστείς θα το βρεις στεγνό , μαραμένο μα θάναι για σένα. Βιάσου πριν το πάρει ο αγέρας και το πετάξει στα κύματα , το πάρει και φύγει.
Είναι εκεί το στίγμα μου , ένα κίτρινο τριαντάφυλλο.
Αθήνα Βέροια, χιλιόμετρα που βιάζονται .
Χιλιόμετρα, πόνος , και οι ακακίες βουβές ρίξανε τα λουλούδια τους μα ποιος θα το προσέξει.
Τα σιτάρια μαζευτήκανε και ο καπνός γέμισε τον κάμπο από τα καμένα χωράφια που θα οργωθούν , θα ετοιμαστούνε για την επόμενη χρονιά.
Τα βαμβάκια στον κάμπο της Λάρισας είναι έτοιμα για μάζεμα και οι χιλιάδες ασημοπράσινες ελιές θα δώσουνε καρπό.
Τα αυτοκίνητα θα τρέχουνε τον εθνικό δρόμο βιαστικά να προλάβουνε.
Και οι ακακίες στην άκρη του δρόμου θα μαραζώσουνε γιατί κανείς δεν θα τις κοιτάζει.
Οι ακακίες με τα λευκά άνθη…
Και μια μέρα το σκοτάδι θα τα σκεπάσει όλα.
Και η Αγία Παρασκευή θα ξεχαστεί για πάντα στην κοιλάδα των Τεμπών.
Τα κεράκια θα σβηστούν για πάντα κι εμείς θα έχουμε χάσει την αγκαλιά. Για πάντα.
Την αγκαλιά και τα γέλια στα μικρά παγκάκια. Εκεί στις μικρές παραλίες.
Ένα κίτρινο τριαντάφυλλο.
Το άφησα να το πάρει ο αέρας.
Να το δώσει στη θάλασσα .
Να σκορπιστούν τα πέταλά του εδώ κι εκεί με τις χαμένες ανεκπλήρωτες σκέψεις και ελπίδες.
Αχ μοναξιά !

Μιχαηλ Τσιτσος

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Βέλτιον θανείν άπαξ ή διά βίου τρέμειν. (Αίσωπος)


Σήκωσε η Κίρκη το ραβδί, και μίλησε η Πυθία
χρησμός ποτέ δεν θα βρεθεί, τα τείχη να γκρεμίσει.
Σκεπάζει σκόνη το μυαλό, σκοτείνιασε η Φθία
τι κι αν παλεύει και η ψυχή, το κάστρο να φωτίσει.

Τι κι αν φωτίζει ο Σείριος, τα όρια του Άργους
και φέγγει με αναλαμπές, το άλλο μας κομμάτι.
Αλλοίμονο σκλαβώνεται πάντα στους λωτοφάγους,
με άγκυρα τη λησμονιά, στο πουθενά του χάρτη.  

Και μένω πάντα ναυαγός, στης ξέρας την αλμύρα
ψάχνω απάντηση να βρω, μοντάροντας κουρέλια,
πώς φύγατε και από πού, ποια  λάθος ρότα πήρα
πώς έσπασαν αθόρυβα, του ονείρου μου τα ρέλια.

Ο ήλιος καίει πάνω μου, και η έρημος ανάβει
δεν θα πληρώσω την τιμή, η όαση μου δώρο,
Χάρη οι ναύτες τ’ ουρανού, το όραμα καράβι
ταξίδι βέλτιον εστί, τροχιά σ΄ άγνωστο χώρο

Περιπλανώμενος θνητός, βοσκός χωρίς κοπάδι
Με ιδρώτα κι αίμα ξεδιψώ, σε ερημικό λιβάδι.
Πέτρα που κατρακύλησε, γυρεύοντας μια σμίλη
με κάθε σφυροκόπημα, σβήνει κι ένα καντήλι.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
11/9/2016=20=2

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2016

Βράδιασε

Οι αρθρώσεις μου την νύχτα χαλαρώνουν
σαν λαστιχένιοι οι τένοντες μακραίνουν
μικρές φωνές, το άγνωστο πληρώνουν
και οι κλειδώσεις των οστών σωπαίνουν.

Κάθε τετράγωνο της πόλης μου, εστία
της πάλης μου τον κύκλο, συμπληρώνει
στο σκελετό μου σκόνη μούχλα υγρασία
μια νυχτερίδα, στη ζωή που καμαρώνει.

Άντρας γυναίκα έρωτας, ακμές τριγώνου,
αγκαλιασμένες σε παραδεισένια σφαίρα,
μοιάζει τρελό, στο άγγιγμα του οξυγόνου,
νοιώθω ατέλειωτη τη γη, μακριά τη μέρα.

Τρίβονται τα γρανάζια, σκουριασμένα
ο σκελετός στις διαδρομές αγκομαχάει
στα σκοτεινά, μιλούν τα χέρια πεινασμένα
γίνονται μάτια, και το βλέμμα ξεψυχάει
  
Στο απαλό τους άγγιγμα, γέλιο με χάδι
από το πρόσωπο μου αναβλύζουν.
Κάθε σταγόνα μια ευχή μες το σκοτάδι,
τα χέρια στην αγάπη δεν δακρύζουν.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
9/9/2016=27=9 

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Ωδή...

Που είναι το άστρο μου χαμένο ;
Μήπως είναι ερωτευμένο ή απλά με έχει ξεχάσει;
Σε ποιο σύμπλεγμα πλανιέται
Χαρωπό μα ξεγελιέται και πορεύεται αιώνια ;!
Πείτε του να μην ξεχάσει
Πριν τα μαρμαρένια αλώνια
Στον ορίζοντα να φτάσει !
Η ελπίδα μου φοβάται,
Ούτε τρώει ούτε κοιμάται
πως μου είναι θυμωμένο.
Δείξτε του ένα σημάδι
Να κινήσει και να έρθει
Γιατί θα χαθώ στο νότο...
Τι φοβάται, τι διστάζει ;
Δε θα μείνει πάντα αιώνιο
Ούτε εγώ να το προσμένω
Πρέπει να έρθει και να λάμψει !
Μέσα στα μάτια μου να μείνει
Με χαρά θα περιμένω την αυγή και το ξενύχτι!

[ Κ.Δ. "Αντί ποιήματα" ]

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Crescendum

Είμαστε εδώ, σκόνη από σπόρους αστεριών, στο χώμα.
Άσβεστο φώς μικρών κεριών, φάροι αυτόφωτοι ακόμα.
Προσκυνητές τα δειλινά, στον ήλιο πλέκουμε στεφάνια.
Τη νύχτα ιππότες φωτεινοί, στου ουρανού την επιφάνεια.

Εδώ, δυό κόσμοι ελλοχεύουνε, μέσα μας εν διαστάσει
Εκεί, το πρόσωπο σου ήξεραν, γνώριζαν το όνομά σου.
Εδώ, το παρελθόν και το παρόν μας έχουν αγκαλιάσει.
Εκεί, παίζουν τραγούδι ατέλειωτο, όρισαν τη σειρά σου.  

Εσείς και εγώ, δίδυμες φλόγες της φωτιάς του παραδείσου,
σε άλλο κόσμο κι άλλο χρόνο, καίει στη χώρα της αβύσσου.
Εσείς κι εγώ, δίδυμα κρύσταλλα που καθρεφτίζουμε το φώς
ασύμμετρα κομμάτια του καθρέφτη, κάθε λάμψη κι αδελφός.

Εσείς κρεσέντο εκρηκτικό, εγώ νησί από τύχη,
νοιώθω τη μνήμη να κυλά, σαν λάβα ηφαιστείου.
Κρεσέντο και η λύπη μου, γιατί αυτοί οι στίχοι,
είναι και μόνη αναφορά, εσώψυχου αριστείου.

Ξεσκίζω την σελίδα μου, το κάθε τι να λιώσω
Όμως ποτέ δεν σβήνονται, του ύπνου το ταξίδια.
Ούτε ποτέ θ΄ αγαπηθώ, να μ απελευθερώσω,
έτσι χαϊδεύω τις ψυχές, μ αδέσμευτα στολίδια.   

Δεν μπόρεσα τον έρωτα, να μου τον δώσω ρόλο
ούτε να κλείσω σε αγκαλιά, το άγγιγμα που πήρα.
Μόνο κρατώντας φωτεινό, στου ουρανού το θόλο,
το δίδυμο αστέρι μου, φώς στην κοινή μας μοίρα.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
24/8/2016=23=5