Τρίτη 8 Αυγούστου 2017

Αργή κίνηση

Οι αποθέτες του Καιάδα νοσταλγούνε, τη γνώριμη στριγκλιά  κραυγή του λύκου,
φωνές λαλούδες, σαν ψαλμοί αντιλαλούνε, τα δειλινά που γέρνουν, στο κορμί του.

Τα τρόχαλα με σεβασμό στο χρόνο, τα  ριζιμιά  με δέος στα φαράγγια ακουμπάνε,
και στην κορφή σε μαρμαρένιο θρόνο, λάμπουν γρανίτες και με φως γεννοβολάνε.

Στα ύφαλα ο κολοσσός που ξαποσταίνει, και με γαλάζιο τυλιγμένος και πορφύρα,
τα περασμένα που θαφτήκαν ανασαίνει, με επτασφράγιστη τη λάβα στον κρατήρα.

Οι θηρευτές πυρρίχιο χορεύουν στην κοιλάδα, με την ματιά δαιμόνων εν εκστάσει,
την αρετή τους μέθυσε του τάρταρου  μαινάδα, κι αδυνατεί το μέλλον να διαβάσει.

Βουνά κυκλώστε την στεριά της Αφροδίτης, φτάνει ο καιρός να αναδυθεί η κόρη,
Ήλιε γενάρχη να θεριέψεις την σπουδή της, να γίνεις φάτνη να γεννήσει το αγόρι.

Στα άδυτα του νου ιεροφάντες ταξιδεύουν, σκόρπιες εικόνες από μακρινή πατρίδα,
τις ικεσίες των βροτών με όνειρα μαγεύουν, του κυκεώνα νυχτοβάτες σε κλεψύδρα.

Και η ψυχή του γαλαξία που μας θρέφει, σε κάθε χτύπο της καρδιάς ανατριχιάζει.
Λέω πώς όταν οι νεκροί θα γίνουν βρέφη, τότε η σπείρα της Ψυχής μας ησυχάζει.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
8/8/2017=24=6

Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

Μυριάδες αντίγραφα…. το πρωτότυπο;

Είμαστε εδώ, ορδές αγγέλων ουρανού καβαλαρία.
Εδώ στοιβάζοντας νεκρούς, στου τάφου το σκοτάδι,
με αναθήματα χοές, στου ήλιου τη θανάσιμη απορία,
να βρίσκουν δρόμο όνειρα, μην ξαγρυπνούνε βράδυ.

Εσύ κι εγώ, ουρές φωτιάς, σε ζωντανό καθρέφτη
στρατιές οι άλλοι άνθρωποι, κτερίσματα του Άδη.
Σημάδια εκεί στα σκοτεινά, όταν η νύχτα πέφτει,
να χει εχθρό η παγωνιά, να χει η φλογίτσα λάδι.

Κάψε για μένα την σελίδα που φυλάς, με τα κουρέλια,
έτσι θα σβήσω του ύπνου μου αόρατους πολέμους.
Κόντρα στο κύμα πιάστηκα στου ονείρου σου τα ρέλια.
κι ελεύθερος θα κρεμαστώ, σε φτερωτούς ανέμους.

Κι αν αγαπήσω τα φτερά, αν σκλαβωθώ και πέσω.
Θα παραδώσω αγκαλιά, σκλάβα στο άγγιγμα σου.
Για προσευχή του ουρανού, τα λόγια σου θα δέσω,
να γίνουν σπόρος μεταξιού, ψυχή το χάραγμα σου.

Το πρόσωπο σου γνώρισα, σε όραμα κρυβόσουν
Χάρη κι Αγάπη το όνομα, σφιχτά αγκαλιασμένες.
δύο κόσμους ασχημάτιστους ζητάνε να ενώσουν,
σε μια ευλογία δύο ψυχές,  μορφές αναστημένες.

Ώρα την ώρα, μια εποχή, το κάλεσμα θα σκίσω
Η ανάμνηση του μέλλοντος δονεί τα όνειρα μου
αφού τα μάτια είναι μπροστά ακύρωσα το πίσω
άλλες μυήσεις ιερές μπολιάζω στην καρδιά μου.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
22/7/2017=21=3

Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

Λααύρα (πέτρινη αύρα)


Της ώρας της κακιάς τα αρπακτικά, ρουφιάνοι πόρνες τρωκτικά, χαντακωμένοι ολετήρες,
ρουφάνε διάφανα ωραία ξωτικά, νεράιδες πρίγκιπες αερικά, και αφήνουν οπτασίες χήρες.

Της πέτρας της σκληρής η μυρωδιά, η άβολη ζεστή ποδιά, η μαρμαρένια λάμψη του γρανίτη, πιστή συντρόφισσα σαν ήμασταν παιδιά, φτωχή, πολύτιμη σοδειά, θέμελο ακριβό μου σπίτι.

Της μοναξιάς η μόνιμη αφή, σκιά του Ήλιου, πρώιμη ταφή, η ταραχή της ύστατης λαγνείας  
στα χέρια ανεξίτηλη βαφή, δεσμός ονείρου, με διπλή γραφή, το μυστικό ασάλευτης μανίας.  

Της σιωπηρής νυχτιάς η προσμονή, βουβό σκοτάδι η σκηνή, όπως ακίνητα νερά στην λίμνη
στα μάτια παγωμένη ηδονή, η βάρκα ακυβέρνητη δίχως πανί, να γέρνει επικίνδυνα η πρύμνη.

Της πίκρας του τσιγάρου ο εσμός, στο μάσημα της δάφνης ο χρησμός, φθόγγους ψελλίζει
προστάτης μάρτυρας της γεύσης ο θεσμός, καμένης γλώσσας κορεσμός, τα λόγια ψαλιδίζει.

Της μέρας η τυχαία προβολή, αντίστροφη εικόνα μου καλή, ανάποδα γυρνάω την ψυχή μου
η όραση μου σταθερά θολή, στου ένστικτου να γέρνει απαλή, πυξίδα αλάθητη απαντοχή μου.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
16/7/2017=24=6   

Τρίτη 4 Ιουλίου 2017

Γιατί και πώς

Γιατί να υμνήσω του χαμένου ποιητή την απουσία,
σβησμένου έρωτα ανάμνηση, σε φρούδα φαντασία.

Πώς στου τυχαίου, το αναπάντητο να δέσω νήμα,
δεσμά στην πλήξη του απίθανου, το άδειο ποίημα.

Γιατί να κλώθω κρύα όνειρα, σε ξεφτισμένη ανέμη,
να γνέθω λόγια, στην αναλαμπή κεριού που τρέμει.

Πώς η Βαβέλ βυσσοδομεί, στα γνώριμα κομμάτια,
στοιβάζει ρίμες, δένει θημωνιές, μ’ άδεια δεμάτια.  

Γιατί του κάκου, σε δροσάτες απ το μπάτη αλυκές,
λιώνει το αλάτι, που το βρέξανε, στημένες φυλακές.

Πώς στα χαμένα άναρθρες φωνές που πάνε στράφι,
κάθε του κόσμου στείρα σπιθαμή, κρύβουν  οι τάφοι.

Γιατί στο διάβα σου κοιτάς μπροστά με βλέμμα κάτω
συνηθισμένη διαδρομή, σε δρόμο ανύπαρκτό φευγάτο.

Πώς ξέπεσε η κίνηση, σε στατικό ειδώλιο στο χώρο,
εικόνα παγωμένη στην σκηνή, υβρίδιο χωρίς σπόρο.

Γιατί να πλέξω ακτίνες από φώς, σε σκιερό στημόνι.
Ειδωλολάτρες ένορκοι, ιδέες ευνουχίζουν σε οθόνη.  

Γιατί αχάιδευτα σχοινιά, χιλιάδες χέρια κρεμασμένα
Πώς να κεράσει ο έρωτας κρασί, κοπάδια μεθυσμένα

Γιατί αλόγιστα κορμιά μυριάδες άστρα σκουριασμένα.
Πώς να φλογίσει η έκρηξη, βεγγαλικά φτιασιδωμένα.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
4/7/2017=21=3