Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Ήτανε λέει κάπου….

Σαν σε όνειρο..
Το μικρό ταλαιπωρημένο χελιδόνι, εξαντλημένο ανήμπορο να πετάξει, σχεδόν μισοπεθαμένο…
Γύρευε ένα κλαρί να κρατηθεί… ζητούσε μια ζεστασιά μια σταγόνα να δροσιστεί…
Συνάντησε το χέρι μου, γιατί υα χέρια είναι κλαριά….
Έτσι τα σχεδίασε η τύχη, και το χελιδόνι και το χέρι έγιναν ένα… μια ψυχή και μια αγκαλιά…
Σαν σε όνειρο..
Βρήκε η ψυχή μια ζεστασιά στην αγκαλιά, βρήκε και η αγκαλιά μια αιτία φωλιά να γίνει για το διψασμένο χελιδόνι…
Είδε η αγκαλιά την δίψα του, όλα τα ξέρουν οι ψυχές και τα διαβάζουν, και το έβαλε στην βρύση… και έγινε η βρύση ένας κρουνός, ορμητικός και ζωοφόρος.
Έχωσε το ράμφος του το χελιδόνι, και ρούφηξε τις σταγόνες… ανάσανε…
Και χόρτασε, ξεδίψασε, ζωντάνεψε, θυμήθηκε….
Και άνθισε το κλαρί, γέμισε φύλλα ελπίδες, μαλάκωσε το χέρι μιας και βρήκε έναν σκοπό…
Πέρασαν τρεις στιγμές, και απ την παλάμη αυτής της αγκαλιάς, πέταξε η ψυχή σαν χελιδόνι και στάθηκε στον ώμο μου…
Σαν όνειρο…
Βγήκαμε οι δύο μας, και το κατώφλι, το βαρύ και σκουριασμένο δρασκελίζοντας, χωθήκαμε στον δρόμο…
Κανείς μας δεν μιλούσε….
Μετά παρέα στο χωράφι, δεξιά η θάλασσα γαλάζια πλουμιστή και ουρανόχρωμη…
Αριστερά το δάσος, πυκνό παχύ και άγνωστο, πίσω του το βουνό με την λευκή του κορυφή..
Και περπατούσαμε έτσι σιωπηλά… μπορεί και να πετούσαμε, μα δεν θυμάμαι…
αν γίνεται και η αγκαλιά μας χελιδόνι, η αν το χελιδόνι είναι αγκαλιά…
Σαν σε όνειρο…
Πέρασε μια στιγμή του χρόνου, πέρασαν χρόνια σαν στιγμές…
Κλέβει η σιωπή τον χρόνο, στραγγίζει η χαρά μας το νερό και την δροσιά…
Ήρθε η ώρα, ήτανε το βουνό μπροστά, ένα κορμί σε έναν ώμο, μία θηλιά σε έναν λαιμό, και το  μικρό εξαντλημένο χελιδόνι, ζεστό, ακέραιο και δυνατό….
Έσκυψε στο αυτί, και μου τιτίβισε…
Σαν σε όνειρο….
Έλαμψε ο ουρανός την μέρα, και ζέστανε ο ήλιος τα κλαριά….
Άστραψε η θάλασσα, και τάμα τον αφρό της, στη νιότη χάρισε…
Φώτισε μες το δάσος η ζωή, και αγκάλιασε ο έρωτας κισσός τα κουρασμένα δέντρα…
Έσκυψε το βουνό, και λεύκανε με την κορφή του, της Γής το κάθε αναφιλητό…
Έμεινε ο ώμος ορφανός, κατέβηκε το χελιδόνι στην παλάμη…. σε μια παλάμη αγκαλιά…
Υψώθηκε το χέρι, ανοίγοντας η αγκαλιά, γέμισε φτεροκόπημα η παλάμη…
Τέτοιος ρυθμός, τόσος παλμός, θαρρείς καρδιάς κτυπήματα σε τύμπανου μεμβράνες…
Και πέταξε το χελιδόνι ελεύθερο, και δυνατό, να κουβαλάει μιας ψυχής το χρώμα στην κοιλιά του, και μιας ζωής το απόσταγμα στην πλάτη….
Σαν σε όνειρο…. Λόγω τιμής.
ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ

14/10/2014=13=4

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Όμορφες ψυχές δεμένες..

Μια φορά και έναν καιρό, εκεί ψηλά -ψηλά στον Ουρανό, όπου δεν υπάρχουν ούτε οι πίκρες, ούτε ο πόνος- πετούσαν, παίζοντας οι δύο Ψυχές. 
Ας τις ονομάσουμε Μικρούλης και Μικρούλα.
Αυτές ήσαν ελεύθερες εκεί, ένιωθαν τόσο καλά και χαρούμενα, έπαιζαν μεταξύ τους, ακτινοβολώντας αντί της γήινης γλώσσας ένα τρυφερό-τρυφερό γαλανόλευκο φως.
- Σ' αγαπώ!
- άφηνε την ακτίνα του Ουράνιου φωτός η μια Ψυχή, ζεσταίνοντας με την αγάπη της την άλλη.
- Και γω σ' αγαπώ ακόμη πιο πολύ- άφηνε εις απάντηση την δική της ακτίνα του φωτός η άλλη Ψυχή, ζεσταίνοντας με την αγάπη της την πρώτη.
- Εγώ σ' αγαπώ πιο πολύ!
- Όχι, εγώ σ' αγαπώ πιο πολύ!
Έτσι χαίρονταν αυτές χωρίς τα βάσανα, έχοντας στην διάθεσή τους ολόκληρο το Σύμπαν, πετώντας στα ατελείωτα πέρατά του με τρομερή ταχύτητα, ακτινοβολώντας παντού το φως: Σ' αγαπώ!
Οι Άγγελοι του Ουρανού χαμογελούσαν και χαίρονταν γι' αυτές τις δυο Ψυχές, που έπαιζαν αμέριμνες και απολάμβαναν την αγάπη μεταξύ τους.
Μια φορά η Ψυχή, που την έλεγαν Μικρούλα κοίταξε προς τα κάτω και είδε τον πλανήτη Γη.
- Μικρούλη! Τι λες, δεν πάμε εκεί κάτω να δούμε πως είναι;
- Όχι, δεν χρειάζεται, Μικρούλα! Καλά είμαστε εδώ. Εκεί κάτω θα χαθούμε και δεν θα είμαστε μαζί.
- Μικρούλη! Θέλω να πάω εκεί κάτω να δω πως είναι. Θα με αφήσεις μόνη;
- Άκουσέ με, Μικρούλα! Θα μας ποτίσουν πριν την ενσάρκωση με το νερό την Λήθης και θα δυσκολευτούμε πάρα πολύ να αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλον. Έτσι θα μπλεκόμαστε με τον κάθε τυχόντα με την κρυφή ελπίδα να βρούμε στο πρόσωπό του ο ένας τον άλλον και στο τέλος θα απογοητευόμαστε και θα βασανιζόμαστε. Μπορεί να μην βρεθούμε ποτέ και να περάσουμε όλη την γήινη ζωή ψάχνοντας ο ένας τον άλλον. Καλύτερα ας μείνουμε εδώ, Μικρούλα!
- Μη φοβάσαι, Μικρούλη! Ακόμα κι' αν δεν βρεθούμε εκεί κάτω- πάλι θα γυρίσουμε εδώ και πάλι θα βρεθούμε. Θέλω να δω πως είναι εκεί κάτω! Έλα, πάμε, Μικρούλη!
- Εντάξει, αφού το θέλεις τόσο πολύ -απρόθυμα απάντησε ο Μικρούλης- θα έλθω μαζί σου εκεί κάτω, αλλά να θυμάσαι- θα περάσει πάρα πολύς καιρός ως που να ανταμωθούμε και αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλον.
- Δεν πειράζει! Έτσι θα μάθουμε να αγαπάμε και να εκτιμάμε ακόμη πιο πολύ ο ένας τον άλλον,- είπε η Μικρούλα.
Οι Ψυχές του Μικρούλη και της Μικρούλας ήλθαν στον Άγγελο της Ενσάρκωσης.
- Θέλουμε να πάμε κάτω στην Γη.

- Το σκεφτήκατε καλά αυτό;- τους ρώτησε ο Άγγελος.
- Ναι. Αποφασίσαμε να πάμε κάτω και να δούμε πως θα είναι εκεί τα πράγματα για μας.
- Εντάξει τότε, ετοιμαστείτε για την ενσάρκωση,- τους είπε ο Άγγελος.- Ποιος από σας θέλει να γεννηθεί πρώτος; Ποιος θα κατέβει πρώτος κάτω στην Γη;
Ο Μικρούλης και η Μικρούλα κοιταχτήκανε, κάνοντας ο ένας στον άλλον την βουβή ερώτηση-ποιος;
- Εγώ θα κατέβω πρώτος- είπε ο Μικρούλης- αλλά εσύ Μικρούλα μην αργήσεις πολύ να έλθεις, μην μ' αφήνεις για πολύ καιρό μόνο μου εκεί.
- Εντάξει- του είπε η Μικρούλα- μετά από σένα και γω θα κατέβω αμέσως. Πήγαινε τώρα.
Ο Μικρούλης, κοιτώντας για τελευταία φορά την Μικρούλα, που για πρώτη φορά θα την άφηνε μονάχη, πλησίασε στενοχωρημένος τον Άγγελο της Ενσάρκωσης.
- Πρέπει να πιεις όλο το νερό της Λήθης- του είπε ο Άγγελος- θα ξεχάσεις τα πάντα- ποιος είσαι στην πραγματικότητα, ποια είναι η Μικρούλα σου, δεν θα θυμάσαι τίποτε πια, αλλά μέσα σου θα διατηρηθεί εκείνο το θολό αίσθημα του κάτι που ήταν παλιά και μ' αυτό το αίσθημα εσύ θα προσανατολίζεσαι εκεί κάτω στην Γη. Και τώρα πιες το νερό της Λήθης!
Ο Μικρούλης έριξε για άλλη μια φορά το βλέμμα του στην Μικρούλα, ρωτώντας την βουβά- να το πιω;
Πιες! - το ίδιο βουβά με το βλέμμα της του απάντησε η Μικρούλα- και γω θα πιω μετά από σένα.
Ο Μικρούλης ήπιε όλο το νερό και αμέσως ξέχασε τα πάντα- ποιος είναι, ποια είναι η Μικρούλα έγινε τελείως διαφορετικός, δεν θυμόταν απολύτως τίποτε.
Τον έριξαν κάτω στην Γη στην κοιλιά μίας μάνας που του διάλεξαν οι Άγγελοι από πάνω.
Λίγο αργότερα τα ίδια έκαναν και στην Μικρούλα. Και αυτή ξέχασε τα πάντα.
Μόνο ένα θολό αίσθημα έμεινε και στους δυο- το σημάδι του παρελθόντος, - αυτή η ακατανόητη φωνή, που κάποια φορά ψιθύριζε, και κάποια φορά φώναζε μέσα τους:
- Όχι! Δεν είναι αυτός! Όχι, δεν είναι αυτή! Μα που βρίσκεται ο δικός μου, Θεέ μου;!
Που βρίσκεται η δική μου, Θεέ μου;!
Από τότε πέρασαν πάρα πολλά χρόνια. Ο Μικρούλης και η Μικρούλα δεν κατάφεραν να βρεθούν, είχαν χαθεί μέσα στο ατελείωτο χείμαρρο της γήινης ζωής, συνάπτοντας σχέσεις με τους άλλους, με την τυφλή ελπίδα- μήπως τελικά είναι αυτός; Μήπως τελικά είναι αυτή;
Ο καθένας τους έχει κάνει την δική του οικογένεια και ανήκε πια οριστικά αλλού.
Είχαν χάσει την κάθε ελπίδα να βρει ο ένας τον άλλον στην Γη, απλά περίμεναν την ώρα της αντάμωσης στον Ουρανό για να πουν ο ένας στον άλλον τόσα πράγματα, που δεν χωράει ο νους.
Όμως οι Άγγελοι του Ουρανού αποφάσισαν να τους οργανώσουν την συνάντηση- και αυτοί τελικά συναντήθηκαν, αλλά όχι ελεύθεροι πια.
Τους άφησαν να δουν ο ένας τον άλλον μόνον από μακριά για να θυμηθούν εκείνα, που προ πολλού είχαν ξεχάσει μέσα στα βάσανα και τις δοκιμασίες της γήινης ζωής.
Αγνώστου.

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Θάλασσα μου..

Γυρίζει γύρω σου η Γη,  ίριδα της ερήμου,
έκλεψα τη μοσχοβολιά να ντύσω την ψυχή μου. 

Σαν φως χορεύεις όμορφα, νεράιδα ονειρεμένη
μια θάλασσα η αύρα σου, μες τον αφρό λουσμένη.

Σ΄ αγγίζει αέρας και μεθάς, θαλασσινό λουλούδι
σειρήνα μου με μάγεψες, μένα γλυκό  τραγούδι

Πάλλεται  η άμμος και σκιρτά, ζωή στα όνειρά μου,
πατάς εκεί που δεν πατούν τα ακροδάχτυλα μου

Μούσα  μου τόσο άπιαστη, σταγόνα διαμαντένια,
στο στήθος μου μοναδική, παντοτινή μου έννοια.

Δεν θα ρωτάω τώρα πια, αν ζούνε οι γοργόνες,
Ξέρω, πάντα την άνοιξη θα φέρνουν οι χειμώνες.

Χαρά, αγάπη, κι έρωτα, οι στίχοι είναι λίγοι
σου χάρισα τη σκέψη μου, γλυκά να σε τυλίγει.

Χόρεψε αγαπημένη μου, χόρεψε και για μένα,
Για να γεμίζεις μουσική, την άψυχη μου πέννα.

Είναι η αγάπη ένα μωρό, και σκοτεινές οι  μέρες
Μωρό μου οι ψυχούλες μας, θάλασσα δίχως ξέρες.

Είναι η αγάπη ένα μωρό, που θήλασε σε σένα
Μωρό μου οι ψυχούλες μας, όνειρα ανθισμένα.


ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
21/9/2014=19=10=1  

Η ΜΠΛΕ ΜΠΟΥΓΑΔΑ...

Χθες βράδυ 5/9/2014 ( 21:45 )

"Αν ξανά πάρω ακριβό παντελόνι να μη με λένε!
Πάνε τα ρούχα μου  τι θα βάλω αύριο;
Άσε που θα γίνω και ρεζίλι στις γειτόνισσες...
Τέτοιες αποχρώσεις του μπλε, ούτε στη ντουλάπα του Αντωνάκη  ... καταστροφή
-Καλησπέρα Έψιλον!
-Βρε καλώς τον!
Που χάθηκες πέντε μήνες;
Καλά δε σε νοιάζει αν ζω και πως περνάω, αναίσθητος έγινες κι εσύ... σχεδόν ανθρώπινο είδος!
-Δε μπορούσα να κατέβω Έψιλον, σου έχω εξηγήσει πολλές φορές δεν εξαρτάται από μένα, πρέπει οι συνθήκες να βρίσκονται σε σταθερά επίπεδα.
-Τι δικαιολογίες... Με ξέχασες!
-Μα πίστεψέ με επιτέλους! ( με νεύρα ο εξωγήινος )
Η επαυξημένη ακτινοβολία των ιονισμένων πυρήνων που εισέβαλαν με τα υψηλότερα σωματίδια αυτή τη φορά, στην ατμόσφαιρά σας, παρεμπόδισε...
-Μη μη αρκεί σε πιστεύω!
Δε μπορώ μαθήματα τέτοια ώρα, δες πώς έγιναν τα ρούχα μου... σκέτη φρίκη και τα έπλυνα στους 30 βαθμούς μόνο...
-Μια χαρά είναι, ταιριάζουν στον πλανήτη μου... Έψιλον θέλω μια χάρη!
-Ε βέβαια γιατί θα κατέβαινες...
Καταρχήν, χαίρομαι που έκοψες το υπόλοιπο κωδικοποιημένο όνομά μου γιατί ήταν βαρετό, τελικά Αρειανοί-γήινοι μια ζωή χάρες ζητούν  για πες...
-Θέλω να πας στην Αμφίπολη!
Μέσα σ' ένα σημείο που θα σου υποδείξω υπάρχει ένα μπλε κρανίο, θέλω να το πάρεις!
-Τι λες καλέ;
Δε γίνεται!
-Μα γιατί;
Εμείς δε μπορούμε να πλησιάσουμε γιατί θα εντοπιστούμε, εσύ κάτι θα σκεφτείς!
-Εγώ κάτι θα σκεφτώ, που; Εκεί βρίσκονται τοποθετημένες, μέρες τώρα, καμιά εικοσαριά κάμερες με δεκάδες συνεργεία να πηγαινοέρχονται.
Επίσης, υπάρχει πλήθος εργατών, αρχαιολόγος, μηχανικοί, εφοριακοί και πολλοί άλλοι, δε θα αναφέρω δε για τον Αντωνάκη που κάθε τρεις και λίγο βρίσκει χρόνο και πετάγεται! Του έχει ξυπνήσει τα αρχαιοκαπηλίστικα ένστικτα ο άλλος ο γκαντέμης  που μέγα λάθος της αρχαιολογίας και δε κάνει ντου στα ενδότερα του, εκεί θα βρει... μέχρι και αρχαίους χαμένους πολιτισμούς για να μη σου πω ολόκληρη την Ατλαντίδα!
-Δε θα μπορέσεις δηλαδή;
-Όχι βέβαια!
-Και τι θα γίνει με το κρανίο;
Αν το πάρουν;
-Δε νομίζω, εκεί θα το αφήσουν κρυμμένο... αυτοί για να καταλάβεις, άλλα βρίσκουν και άλλα διαδίδουν, έχει πέσει ο κόσμος σε παραλήρημα... μέχρι και στοιχήματα βάζουν!
Θα βρούμε αυτό, θα βρούμε το άλλο... εδώ παπάς εκεί παπάς... παιχνίδια για να περνάει η ώρα μεταξύ μας...
-Γιατί δίνετε τόση μεγάλη έμφαση στους τάφους των προγόνων σας;
-Μα γιατί μπαίνουμε στην διαδικασία της σύγκρισης... οι ΤΟΤΕ και οι τώρα...
Μην απογοητεύεσαι για το κρανίο, αν καταλήξει σε βίλα πολιτικού, τότε ξανά κατέβα και θα σχεδιάσουμε πως θα το πάρουμε
-Σε αφήνω Έψιλον, θα τα πούμε σύντομα!
-Καλό γαλαξιακό ταξίδι Αρειανέ μου!