Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Ηλιοβασίλεμα,

Πάει περίπου μισή ώρα που βασίλεψε ο ήλιος στον Κότραφο, κι ακόμη τα υπολείμματα από  το χρυσαφένιο του φως σκορπίζονται  στον ορίζοντα και χρωματίζουν τον ουρανό και τη θάλασσα .
Όσο πιο κοντά του τόσο πιο έντονα και όσο πιο μακριά τόσο πιο άχνα .
-         Που πηγαίνει  ο ήλιος μπάρμπα Παύλο;        Ρώτησε ο  Ληγόρης
-         Πάει να κοιμηθεί, έχει εκεί πίσω ένα μαλαματένιο κρεβάτι , πέφτει ανάσκελα και
 κοιμάται, φόρα το πρωί.
Ο μικρός τέντωσε τα αυτιά του, και κάτι σαν αμφιβολία άστραψε στο βλέμμα του, «έχει γούστο» σκέφτηκε, μάλλον χωρατό είναι, πέφτει ανάσκελα και δεν τσουλάει, αφού είναι σαν μπάλα.
Πώς όμως και να φέρει αντίρρηση, ο μπάρμπας καλός-καλός αλλά δεν σήκωνε αμφισβήτηση, ξερό κεφάλι ότι έλεγε ήταν νόμος.
-         Καληνύχτα μπάρμπα, πάω γιατί θα με γυρεύει η μάννα μου, είπε και πήρε το δρομάκι για το σπίτι.
Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται, βρήκε δικαιολογία μια  που η συζήτηση  δεν είχε ενδιαφέρον και άφησε τον μπάρμπα Παύλο, στραμμένο προς την δύση.
Είχε πολλά το παρελθόν να δώσει, εικόνες , φωνές , χλιμιντρίσματα, όλα ανακατεμένα με ζωή.
Αχνοσκιές τα άλογα που γύριζαν σχεδόν καλπάζοντας στο αλώνι πατώντας τα στάχυα , και εκείνος τα διαφέντευε με μια μαλακή σκληράδα . 
Είχε στο κύτταρο  του  το μέτρο  και έβγαινε η ισορροπία  στα ζωντανά. 
Νοιώθανε λοιπόν σκληράδα και αγάπη, από τον νοικοκύρη, που την μετέτρεπαν σε φιλότιμο καθώς τα χούγιαζε:
-         Ντέεεει  Σκόμπι  ήσυχα κερατούκλη ….  Έλα  Κόρμπα  αγάντα …..
-         Ρίξε  γριά τα στάχυα μέσα………   με το τριχάλι…..
-         Ε καλά  σιγά να μη μου τρυπηθούν τα αφράτα μου χέρια…..
Θαυμαστή η σχέση  η γριά του ήξερε , είχε γίνει  το ολόγραμμά του σε θηλυκή έκδοση , όλα είναι γνώση και προσαρμοστικότητα
Ο Ληγοράκης  γύρισε πίσω το βλέμμα του, πριν σκαπετίσει και ζωγράφισε την εικόνα του . Φόντο ένας σκίνος, πίσω του δύο τσερατσιές, μπροστά και χαμηλά μια πέτρα αιώνια, ο θρόνος του μπάρμπα Παύλου.
Κεντρικό θέμα  η φιγούρα του, με ελαφρά κλίση του σώματος προς τα πίσω, ενώ από την πλάτη και πάνω έγερνε προς τα εμπρός χρησιμοποιώντας σαν αντιστήριγμα τη μαγκούρα του, που την κράταγε και με τα δύο χέρια. 
Το κεφάλι ελαφρά σκυμμένο κοίταζε ίσια μπροστά χωμένο μέχρι τα αυτιά στην τραγιάσκα.  Τι παράδοξο κοίταζε μπροστά και έβλεπε πίσω, δεν είχε το χάρισμα να οραματίζεται, και γέμιζε το κενό με την αναπαράσταση της ζωής του στο αλώνι. 
Εδώ που τα λέμε μπορεί  και να αντιμάχονταν τον χάρο σαν Διγενής με τον δικό του τρόπο.
 Πέρασε το φούρνο της θείας Μαριγούλας και κατηφόρισε πηδώντας τα δέκα μέτρα που τον χώριζαν από την αυλή.
-         Βρε καλώς τον τον λεβέντη.
Ακούστηκε με αντίλαλο το καλωσόρισμα από τους μπαρμπάδες και τις θειάδες.
-         Έλα κορώνα μου, που γύριζες, πήγαινε να κλείσεις την πόρτα της μάντρας.
Τον παρακίνησε στοργικά η μάννα του η θεία Κατερίνα.
      -     Άστο το τακτοποίησα εγώ, πρόφθασε ο πατέρας του μπάρμπα Αντώνης και συνέχισε αργά και καθαρευουσιάνικα όπως συνήθιζε, μια μεταφυσική ιστορία.
      -      Όταν έφτασα λοιπόν στο σταυροδρόμι, είδα μπροστά στα μάτια μου μια  παραμυθένια εικόνα, πανέμορφες κοπέλες με αέρινα φουστάνια , τόχαν ρίξει στο
χορό, κάτω από το φεγγαρόφωτο. Ήταν νεράιδες, ούτε που ταράχτηκαν ,
 πέρασα και τις άφησα στην ησυχία τους, και εκείνες βέβαια το ίδιο κάνανε.
Οι υπόλοιποι  άκουγαν αμέριμνοι, κουρασμένοι από τις έννοιες της ημέρας,  μια συνηθισμένη επαφή με  εξωτικά, χωρίς να εκπλήσσονται, και χωρίς να ρωτάνε λεπτομέρειες. 
Μάλλον το θεωρούσαν φυσικό, να συνυπάρχουμε με οντότητες, και ο καθένας  να μην ανακατεύεται στα χωράφια του άλλου.
-         Εεε  πατριάρχη, καλές οι νεράιδες αλλά έχουνε το μυαλό τους συνέχεια στο
χορό,  ακούστηκε ο μπάρμπα Παύλος που έφτανε στην αυλή.
      -    Όταν χάθηκε  ο αδερφός μας ο Βασίλης, μετά την κηδεία , κατέβαινα στην Οριαχα, και έκατσα να ξεκουραστώ, στο Πλαγιάδι, εκεί στο παλιό κεραμιδοκάμπινο. Άκουσα, μια βουή να έρχεται από το κοιμητήρι και να περνά πάνω από την ρεματιά, όταν έφτασε πάνω από τον Χαζανά έκανε ένα Ααααχ και έσβησε.
       -    Πήγε να επιθεωρήσει το περιβόλι του για τελευταία φορά, αναστέναξε
Παύλαινα  με φωνή που παλλόταν από συγκίνηση.
-         Α  καΐλα μου τίποτα δεν παίρνουμε μαζί μας, όλα εδώ μένουν , συμπλήρωσε  η
 θεία  Μαριγούλα , η Σωτήραινα .
-         Αύριο θα ποτίσω, στον Απεράτη άλλαξε την κουβέντα ο μπάρμπα Λίας, μάλλον
 τον στενοχωρούσε η κουβέντα, και την γύρισε στο παρόν .
-         Να πάς σύνταχα, να μη σε φάει ή ζέστη, τον συμβούλεψε η γυναίκα του η
 δημήτρω, και σηκώθηκε να μπει στο σπίτι.
-         Πάω και εγώ να ανάψω την λάμπα μονολόγησε η θεία Κατερίνα .
-         Πάμε και εμείς γριά διέταξε τρυφερά την Παύλαινα ο  γέρος της.
-         Πάμε Παυλί μου, να σου βάλω να φας, είπε η Αλεξάνδρα, εννοώντας ότι θα φάει
μαζί του και εκείνη βέβαια. 
Καληνύχτισαν , και τράβηξαν αργά και προσεχτικά για το σπίτι τους που ήταν καμιά εκατοστή μέτρα μακρύτερα από τα άλλα δίπλα στη βρύση.
Οι υπόλοιποι έμειναν σιωπηλοί, ο καθένας βυθισμένος μέσα στο σκοτάδι, σκιές ίδιες με την νύχτα, κρεμασμένες ψυχές στην συμπαντική ψυχή.
Έτσι σαν ψυχές τους ένοιωθε ο Ληγόρης, μέσα στην πληρότητα τους, που στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν την γνώριζαν συνειδητά, την υπηρετούσαν όμως, επειδή έτσι όριζε η πρόνοια, και εκείνοι ήταν ενταγμένοι στην φυσική ροή με νομοτέλεια, επειδή ήταν μέρος του γίγνεσθαι και το πίστευαν.
Το ποτάμι της ζωής κυλά και στριφογυρίζει, και ενώ μας φαίνεται ότι όλα αλλάζουν σε κάθε στροφή, στην πραγματικότητα μένουν ίδια, εμείς οφείλουμε να ανανεώνουμε την κοσμοθεωρία της ύπαρξης μας, και να μπορούμε να ταξιδεύουμε τις ψυχές μας μέσα στο χρόνο. 
Γιατί η κίνηση του χρόνου είναι τροχιά κυκλική, όπως οι πλανήτες, οι γαλαξίες και όπως το σύμπαν, και η ζωή , η ιστορία επαναλαμβάνονται, όσο μεγαλύτερη είναι η τροχιά του χρόνου τόσο μεγαλύτερος και ο χρόνος.
Ηλιογυρίσματα απόσπασμα κεφ 1 (Αρτέμιος=Απρίλιος)


ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ

Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

Πολεμιστές του Φωτός

Δεν λέω πια Καλημέρα, φτιάχνω Καλημέρα!!!
Δεν απαξιώνω το φώς, ορίζω την λάμψη, φιλτράρω την αχτίνα!!!
Δεν βλέπω τον ήλιο μόνο, ταυτίζομαι με την μεγαλοσύνη του!!!
Δεν σας αγαπώ απλά με κούφια λόγια, αγγίζω τις ψυχές σας!!!
Δεν μένω παθητικά απ έξω, μπαίνω μέσα και απαιτώ αγάπη!!!
Δεν λατρεύω τον Θεό, τον αγκαλιάζω και τον κατεβάζω δίπλα μου!!!
Δεν πολεμώ για μένα, η μοίρα μου είναι ορισμένη στο Επτά!!!
Δεν προσδοκώ ανάσταση, γυρεύω την προσέγγιση του Οκτώ!!!
Δεν θα παραμείνω φυλακισμένος στο Μαντρί της γης, Αμνός!!!
Δεν είμαι μόνος, 33,3 τάγματα, πολεμούν 66,6 με το θέλημα Του 0,1!!!
Δεν θα κυριαρχήσει το Έρεβος, θα Νικήσουν!!!

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
Ουδεμία Ψυχή Δεσμία
24/8/2013=20=2 μια μονάδα ακόμα για…το Τέλος!!! 

Κεκλιμένη υπόσταση

Να μαστε πάλι εδώ μαζί στον Γολγοθά του νου μας να δακρύζουμε,
Και πότε πότε-πότε να σκουπίζει ο ένας του άλλου τα δάκρυά, σπάνιο και αυτό.
Λες και καλύτερα, μόνοι να τα στεγνώνουμε, κι αν είναι εγωισμός έχει καλώς, αν είναι αγάπη απόλυτη στο φώς του Ήλιου υποταγμένη έχει….άριστα.
Με μόνη συντροφιά μας το φεγγάρι, να έρχεται σαν το φάντασμα, μέσα στην νύχτα που καταδικαστήκαμε να ζούμε, χωρίς καμιά φωνή, λίγο πριν την τελική πτώση, χιλιάδες έτη φωτός μακριά από την προσδοκία.
Το μόνο που θυμάμαι τα….μάτια μου, καθώς κοιτάζω τα γραπτά μου που είναι χάλια, και τα ποιήματα μου τρισχειρότερα.
Τι κι αν αλήθεια, για διαμάντια πήγαινα, μα είπα λάθος, λέξεις μαγικές, και γέμισαν τα λόγια με σαράκι και σκουριά.
Μαγεύει τη σκηνή, στο θέατρο που ζούμε, ένας αλήτης, μια αλήτισα, που παίζει δήθεν πρόζα, μα ξέρουμε και οι δύο πως είναι ένα μονόπρακτο, πάντα το ίδιο ζωγραφισμένο με τα χρώματα που μεταξένια δένουν, τα διαμάντια στην σκουριά.
Δεν μένει χώρος σε μια αγκαλιά κενή, και η θάλασσα τόσο μεγάλη και πλατεία μοιάζει πως χάθηκε.
Κρύφτηκε μέσα σε ένα κέλυφος σκληρό που κόπηκε στα δύο, και μοιρασμένο είναι, μισό στη δύση και μισό ανατολή.
Κοπέλες με χρυσά μαλλιά κρατάνε την φωτιά της νοσταλγίας και βλέπω τώρα έξω απ το παράθυρο χαμογελώντας, πως το χρυσό μπορεί να γίνει χιόνι.
Η ανάσα μου βγαίνει λευκή, τα σύννεφα αγκαλιάζει, κι αν δεν υπήρχαν και τ΄ αστέρια, μπορούσε να πεθάνει, με τρόπο αυστηρό μιλώντας, καθώς ανακατεύονται με ασάφεια διαμάντια και σκουριά.
Και με τις λέξεις είμαι τραγικά κακός, και καλοσύνη μέσα μου γυρεύω, γιατί την χρειάζομαι, με βήμα κλονισμένο, γιατί μ αρέσουνε τα ακριβά, στην προσφορά διαμάντια και σκουριά, θα πάρω τα …….Διαμάντια.


ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
24/5/2012=16=7 επίπεδα, σώματα, ψυχές, ουρανοί. 

(μερικοί το λένε δευτέρα παρουσία)! (ο «ορισμός» του Θεού αποκλειστικά)

Αν επιχειρούσαμε να αλλάζαμε αυτες τις αντωνυμίες με ρήματα, στην θέση του εγώ, θα βάζαμε το «αρπάζω», και στην θέση του εμείς το «προσφέρω».
Έχουμε μακρύ δρόμο ακόμη, για να γίνει συνείδηση, πως όλοι είμαστε δεμένοι με την ιδία κλωστή…
Είμαστε το ένα τρίτο του συνόλου, που «αποδίδει», παθητικά αλλά συνειδητά μέχρι σήμερα, όσα οφείλει ο άνθρωπος να «αποδίδει»….
Η ουσία της ανάρτησης είναι πως….το ένα τρίτο αρχίζει σταδιακά, να ξεπερνά την παθητική του θέση, και να δραστηριοποιείται…
Με λόγια απλά….έχει αρχίσει ο «πόλεμος»…..
Αν το ένα τρίτο…δεν χαρίζει χρόνο, και προπάντων «ενέργεια» στα υπόλοιπα δύο τρίτα….θα χαθούν στην ανυπαρξία τους…και νομοτελειακά θα έλθουν οι μακαριές εποχές για την ανθρωπότητα… (μερικοί το λένε δευτέρα παρουσία)!

Ο «Ορισμός» του Θεού.
Θεός είναι Αυτός που θέτει!
Θεός είναι Αυτός που ορίζει, κανονίζει, αποφασίζει, νομοθετεί, θεσπίζει, κατατάσσει, κλπ
Θεός είναι αυτός που θέτει σπόρο, που θέτει ζωή.
Και όχι αυτός που Τρέχει (θέω), ούτε αυτός που φαίνεται (θεώμαι).
Από την ρίζα –θε- του ρήματος τίθημι, ετυμολογικά ορίζεται η λέξη Θεός.
Προστακτική Θες,
Υποτακτική Θω, ιωνικά θέω.
Ευκτική θείην
Θεός είναι η θέσις, και όχι η άρσις, είναι το θετικό και όχι το αρνητικό.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
24/8/2013=20=2 μόνο, ο θεός λείπει?


Ταγκό

Όλε του τάγκο ο ρυθμός, του πάθους η ικμάδα..
Στο μαυροκόκκινο ουρανό, ερωτική βαρκάδα
Όλε κιθάρα μαγική, σε ανταριασμένες νότες
Καμπυλοστόλιστο κορμί, πόθος, φιλί, ιππότες
Όλε γυναίκα όμορφη, λικνίσματα του αγέρα
Βλέμμα ψηλό περήφανο, ομόρφυνες την μέρα

Μια καστανιέτα με ρυθμό, ξεκίνησε το τέμπο.
Χαρά να φέρνει πάντοτε για σένα το φλαμέγκο.

Ου τι δανος
20/6/2013

Όνειρα λευκά

Στου δρόμου την θαμπάδα, βήματα κομμένα,
ακροβατούν σε κοραλλένια αμμουδιά, θλιμμένα,  
Την νιότη μας με μεταξένιο θυμιατό, ποδοπατάνε 
Κλέβουν κομμάτια μας, χωρίς να μας ρωτάνε

Δεν είναι ο δρόμος λύση, άμα δεν βαδίζεις
Κλαίει η νύχτα την ζωή, αν δεν κερδίζεις
Μπροστά μας τυλιγμένο άχλη το φεγγάρι,
Και πίσω, όσα κλείσαμε σ’ ένα στενό συρτάρι.

Να αρχίσει καλπασμό, η αύρα του βαρκάρη
Να ξεχειλίσει αίμα , μία φλέβα απ το φεγγάρι
Να γίνει ο χρόνος, λουλουδένιο περιβόλι
Να στάξει ο Ήλιος ξωτικά, στην άδεια πόλη.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
18/7/2013=22=4   

Άδεια μονοπάτια

Σε παραλία αμμουδερή, η ζέστη ντάλα, ομπρέλες, τραπεζάκια και ξαπλώστρες.
Σε όνειρο μέσα φάνηκε ο λεγάμενος, η πρώτη μούρη.
Με αμπιγέ κοστούμι και με τρέντικο πρεστίζ, έτσι όπως έχουν μάθει να μοστράρουν, τα σικάτα ρούχα τους.
Πέρασε δίπλα από την άκρη των ματιών μου, εκείνος που, κι αν και τόσο αδιάφορος μου ήταν, με τόσο διαφορετικό τρόπο, απ τις συνήθειες τις δικές μου έπαιζε πόκερ στο καρέ της τύχης.
Σε μια καρέκλα ακούμπησε την ύπαρξη του, και τότε είδα αληθινά ποιος ήταν.....τίποτα. Στην πλάτη και στο καθηστήρι της ξαπλώστρας, βρισκόταν απλωμένο ένα κοστούμι ανδρικό.....όπως εκείνα που χαζεύουμε στα μαγαζιά, και ακόμα πιο χειρότερο.....μέσα δεν είχε ούτε καν βιτρίνας κούκλα!!!!

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ 24/5/12

Αφιέρωση!!!

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

Ανεσπέρια

Η ομορφιά απόλυτα, και αγγελικά πλασμένη,
Αγνά στον κόσμο σπέρνεται, και αθώα περπατάει.
Μαύρους κομπάρσους προσπερνά, αμάραντη χορεύει.
Βρίσκει στην θάλασσα έρωτες, ιππόκαμπους, δελφίνια,
Και στα λιβάδια πασχαλιές, μεταξοπεταλούδες.
Την νύχτα αναπαύεται κάτω από το φεγγάρι,
Η πλέκει στέμμα στα μαλλιά από πυγολαμπίδες.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
13/8/2013=18=9 το τέλειον

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Είμαι ο Ζόφος…

Είμαι ο Ζόφος
Εγώ οδηγώ προς τη θλιμμένη χώρα.
Εγώ προς τις ψυχές τις κολασμένες.
Παράλληλα με τις όχθες του Άρνου, τρέχω, χωρίς πνοή… στρίβω αριστερά στη Βία ντέι Καστελάνι, κατευθύνομαι βόρεια, κολλητά στις σκιές του Ουφίτσι.
Και εκείνοι εξακολουθούν να με καταδιώκουν.
Το ποδοβολητό τους δυναμώνει τώρα, καθώς ρίχνονται στο κυνηγητό με
ασυγκράτητη αποφασιστικότητα.
Χρόνια ολόκληρα με κυνηγούν. Η επιμονή τους με υποχρέωσε να κρύβομαι… να ζω στο καθαρτήριο… να βασανίζομαι κάτω από τη γη, σαν χθόνιο τέρας.
Είμαι ο Ζόφος
Εδώ, πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, στρέφω το βλέμμα μου προς το βορρά, όμως μου είναι αδύνατο να βρω μονοπάτι που να οδηγεί απευθείας στη σωτηρία… καθώς τα Απέννινα Όρη κρύβουν το πρώτο φως της αυγής.
Περνώ πίσω από το ανάκτορο με τον οδοντωτό πύργο και το χωλό ρολόι… περνώ ανάμεσα από τους πρωινούς πωλητές στην Πιάτσα ντι Σαν Φιρέντσε, με τις τραχιές φωνές τους που μυρίζουν πατσά και φουρνιστές ελιές.
Διασχίζω το ποτάμι πριν το Μπαρτζέλο, κόβω δυτικά προς το καμπαναριό της Μπάντια και βρίσκω απότομα μπροστά μου τη σιδερένια πύλη στη βάση της σκάλας.
Εδώ κάθε ατολμιά πρέπει να σβήσει.
Στρίβω το χερούλι και περνάω στο πέρασμα από το οποίο ξέρω πως δεν υπάρχει επιστροφή. Πιέζω τα μολυβένια πόδια μου να ακολουθήσουν τα στενά σκαλοπάτια… τα οποία υψώνονται σαν σπείρα προς τον ουρανό, μαρμάρινα πατήματα, σημαδεμένα, φθαρμένα.
Οι φωνές αντηχούν από κάτω. Ικετευτικές.
Βρίσκονται πίσω μου, ακατάβλητοι, πλησιάζουν.
Δε συνειδητοποιούν τι επίκειται… ούτε όσα έχω κάνει για το καλό τους.
Αχάριστος τόπος!
Όπως ανηφορίζω, οι εικόνες ξεπροβάλλουν σκληρές… τα λάγνα κορμιά που
σπαρταρούν κάτω από την πύρινη βροχή, οι ακόρεστες ψυχές που επιπλέουν στα
περιττώματα, οι άτιμοι προδότες εγκλωβισμένοι στην παγερή αγκάλη του Σατανά.
Αφήνω πίσω μου τα τελευταία σκαλοπάτια και φτάνω στην κορυφή, παραπατώ
σχεδόν ξεψυχισμένα όπως συναντώ τη νοτισμένη, πρωινή ατμόσφαιρα. Τραβώ
αμέσως στον τοίχο που φτάνει στο ύψος μου, κοιτάζω ανάμεσα από τις πολεμίστρες.
Κάτω, μακριά, αντικρίζω την ευλογημένη πόλη στην οποία βρήκα καταφύγιο από
όλους εκείνους που με εξόρισαν.
Οι φωνές αντηχούν, φτάνουν κοντά μου, πίσω μου.
Είναι τρέλα αυτό που έκανες!
Η τρέλα γεννά τρέλα.
Για όνομα του Θεού, πες μας πού το έκρυψες!
Ακριβώς, στο όνομα του Θεού, λέξη δεν πρόκειται να σας πω.
Στέκομαι εκεί, εγκλωβισμένος, με την πλάτη κολλημένη στην κρύα πέτρα.
Τα βλέμματά τους καρφώνονται πάνω στα καθάρια, πράσινα μάτια μου, οι εκφράσεις των προσώπων τους σκοτεινιάζουν, δεν είναι πια παρακλητικές, αλλά απειλητικές. Το ξέρεις πως έχουμε τους τρόπους μας. Μπορούμε να σε υποχρεώσουμε να μας πεις πού βρίσκεται.
Για το λόγο αυτόν σκαρφάλωσα κι εγώ ως τα μισά του ουρανού.
Ξαφνικά, κάνω μεταβολή και σηκώνω τα χέρια μου, τα δάχτυλά μου γραπώνονται
πάνω στο ψηλό χείλος, με ανεβάζουν κι άλλο, τα γόνατά μου βρίσκουν πάτημα,
ανασηκώνομαι, τελικά στέκομαι στα πόδια μου… ισορροπώ αβέβαια εκεί.
Οδήγησέ με, καλέ μου Βιργίλιε, πέρα από το χάος.
Αδυνατώντας να πιστέψουν αυτό που βλέπουν, ορμούν μπροστά, θέλουν να με
αρπάξουν από τα πόδια, όμως φοβούνται πως θα κλονίσουν την ισορροπία μου και θα με γκρεμίσουν.
Ικετεύουν τώρα, με βουβή απόγνωση, όμως εγώ τους έχω γυρίσει την πλάτη. Ξέρω τι πρέπει να κάνω.
Από κάτω μου, σε απόσταση ιλιγγιώδη, οι κόκκινες κεραμοσκεπές ξεπροβάλλουν
σαν πύρινη θάλασσα που απλώνεται να συναντήσει την εξοχή… φωτίζοντας τον
όμορφο τόπο όπου άλλοτε βάδισαν γίγαντες… Τζότο, Ντονατέλο, Μπρουνελέσκι,
Μποτιτσέλι, Μιχαήλ Άγγελος.
Πόντο τον πόντο, φέρνω τα πόδια μου στο χείλος των προμαχώνων.
Κατέβα! φωνάζουν. Υπάρχει ακόμη χρόνος!
Ω, σκόπιμα αδαείς! Δε βλέπετε το μέλλον;
Δε συνειδητοποιείτε το μεγαλείο της δημιουργίας μου;
Την αναγκαιότητά της;
Ευχαρίστως προχωρώ στην υπέρτατη θυσία… και μέσα από αυτή θα διαγράψω και την τελευταία σας ελπίδα να βρείτε αυτό που ψάχνετε.
Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να το εντοπίσετε εγκαίρως.
Πολλές δεκάδες μέτρα από κάτω, η πλακόστρωτη πλατεία μοιάζει να με καλεί, σαν γαλήνια όαση.
Πόσο λαχταρώ λίγο χρόνο παραπάνω… όμως ο χρόνος είναι το ένα
και μοναδικό αγαθό που η αμύθητη περιουσία μου δεν μπορεί να μου εξασφαλίσει.
Εκείνα τα τελευταία δευτερόλεπτα, ατενίζω την πλατεία και αντικρίζω ένα θέαμα που με ταράζει.
Βλέπω το πρόσωπό σου.
Με παρατηρείς ανάμεσα από τις σκιές.
Η θλίψη βαραίνει τα μάτια σου, και όμως μέσα τους διακρίνω ένα σέβας βαθύ γι’ αυτό που πέτυχα.
Αντιλαμβάνεσαι πως δεν έχω άλλη επιλογή.
Στο όνομα της Ανθρωπότητας, έχω χρέος να προστατέψω το αριστούργημά μου.
Ακόμη και τώρα θεριεύει… κοχλάζει κάτω από τα βαθυκόκκινα νερά της λίμνης που εντός της δε φεγγοβολούν ούτ’ άστρα.
Κι έτσι, παίρνω το βλέμμα μου από σένα και ατενίζω τον ορίζοντα.
Ψηλά πάνω από αυτόν τον ταλαίπωρο κόσμο, απευθύνω την ύστατη προσευχή μου.
Θεέ μου, μακάρι ο κόσμος να μη με θυμάται σαν κάποιον κτηνώδη αμαρτωλό, αλλά ως τον ένδοξο σωτήρα που ξέρεις κι εσύ πως είμαι πραγματικά.Μακάρι η
Ανθρωπότητα να κατανοήσει το δώρο που αφήνω πίσω μου.
Το δώρο μου είναι το μέλλον.
Το δώρο μου είναι η λύτρωση.
Το δώρο μου είναι η Κόλαση.
Με αυτές τις σκέψεις, ψιθυρίζω ένα αμήν… και κάνω το τελευταίο μου βήμα στην
άβυσσο.

INFERNO

Don Brown

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Ορατών τε πάντων, και αοράτων…

"Λαχτάρισα, τα ψέματα και τους γρίφους…
Η δραστηριότητα μου με σκοτώνει…
Εμείς, επικοινωνούμε στο privet chat, η με SMS…"

Τελικά δεν είναι κλειστός ο παράδεισος, αλλά η κόλαση.
Τα ψέματα που μας ταλαιπωρούν χιλιετηρίδες τελειώνουν.
Ο παράδεισος είναι τα πάντα, εκτός από ένα κομμάτι μέσα στον παράδεισο περιφραγμένο με φώς, φως ανέσπερο, και φώς απροσπέλαστο…
Αυτή η μάντρα φυλακή, είναι η κόλαση, πυκνοκατοικημένη με μικρή έκταση.
Και εκεί στοιβάζονται όσοι τους φύλαξη η μοίρα να ριχτούν στην αγκαλιά της.
Γύρω παντού παράδεισος, και δύο βήματα από το φράχτη περιπολούν πολεμιστές του φωτός, βλέπουν επιτηρούν και επιλέγουν…
Σε μια στιγμή λοιπόν διάλεξε ο πολεμιστής  Οληίλ, την φυλακισμένη, Φατιαλ, και εκείνη ταυτόχρονα, πόθησε να την διαλέξει την ίδια ακριβώς στιγμή…
Το γαλανό της χρώμα, έδενε απόλυτα με την μενεξεδένια του αύρα.
Είχε αρχίσει το χρώμα της  να σκουραίνει, και το δικό του να φωτίζεται…
Όλα έγιναν σε μια στιγμή…ταυτόχρονα στον μικρόκοσμο και στο σύμπαν.
Κοίταξε ικετευτικά τον πολεμιστή, με ζωγραφισμένο στο ζωηρό της βλέμμα όλο το σενάριο. Εκείνος το διάβασε, και έφτιαξε τον δικό του σκοπό.
Ρόλος των φωτεινών πολεμιστών, είναι, να μεταφέρουν από την κόλαση στον παράδεισο όσους έχουν την θέρμη, και την δύναμη να αντικρύσουν το φώς.
Ο σκοπός τους είναι να ελευθερώνουν, με την ρομφαία του φωτός.
Άπλωσε το χέρι του, και πέρασε η παλάμη του μέσα από το φωτεινό πλέγμα της φυλακής.
Διάβασε η Φατιάλ, την γραμμή της τύχης και χαμογέλασε, διάβασε και την γραμμή της ζωής και το χαμόγελο έσβησε, καθώς χώθηκε και κούρνιασε στην παλάμη του.
Πίσω της σκυλιά, οι φθονεροί δεσμώτες έτριζαν τα δόντια τους ζητώντας εκδίκηση.
Μάταια,  δεν νικιέται το φώς, δεν υποτάσσεται το καλό.
Αντίθετα μέσα στην άγνοια των δεσμωτών, μέσα στο τυφλό τους ρόλο, πάντα βρίσκει χαραμάδες και τρυπώνει δηλώνοντας την δύναμη του.
Ο δρόμος για τον παράδεισο, αν και δύο βήματα από την κόλαση, μεγάλος.
ΕΚΕΙ μόνο ναι στιγμή, ΕΔΩ όμως πολλά χρόνια.
Ο δρόμος για την ελευθερία, περνά απαραίτητα μέσα από την υλη, εκεί γίνονται οι δοκιμασίες και εκεί κρίνεται η αξιοσύνη να αγκαλιάσει κάποιος το φώς.
Αγκάλιασε τον πολεμιστή, για εκείνη ο Οληιλ ήταν πλέον ο άγγελος της.
«Σε αγαπώ» του ψιθύρισε και Πέρασαν ντυμένοι με σάρκες και δέρμα.
Ζωή θειο δώρο, μαζί περπάτησαν, ενώθηκαν,  έπεσαν, και ξανασηκώθηκαν…
Ο Άγγελος και η Αδυναμία, όνειρα πραγματικά με το άλφα της αρχής στεφανωμένο, και το άλφα της αγάπης ακέραιο.
Και έδωσε ο Άγγελος με τα χρόνια, στην Αδυναμία, δύναμη.
Χάρισε ένα κομμάτι του, μοιράστηκε μαζί της την γνώση, μυηθήκαν και οι δύο μαζί.
Κάποια στιγμή όλα ήταν έτοιμα, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για το πέρασμα στην αθανασία, στον παράδεισο , στο φώς.
Όλα έγιναν σύμφωνα με το πεπρωμένο.
Η Αδυναμία μεταμορφώθηκε σε Φατιάλ, παντοδύναμη πλέον και πανίσχυρη στην νέα διάσταση.
Τιμώρησε τον δεσμώτη της, και με ευγνωμοσύνη, αφιέρωσε την προστασία της στον Άγγελο, που υπήρξε καταλύτης και ταυτότητα.
Ο Άγγελος, περήφανος και ολοκληρωμένος συνέχιζε τα γήινα χρόνια, και τις παραδεισένιες στιγμές, πάντα όμως δύο βήματα από την κόλαση.
Ο Οληίλ με καθαρό βλέμμα, αντίκρισε σε μια από τις περιπολίες του την Ναρίτ.
Όλα είναι δύο γύρω μας, όταν γίνονται τριάδα, δείχνουν πως ποθούν να ενωθούν με την Μονάδα.
Η Ναρίτ φυλακισμένη, με προσωπείο, λαχταρούσε το πέρασμα στην ελευθερία και στο φώς.
Κανείς δεν είναι ίδιος και κανείς δεν είναι αψεγάδιαστος.
Άφτιαχτη η Ναρίτ, θα δυσκολευόταν να αποκτήσει την ελευθερία της, επειδή το δέντρο της αλλοίωσης στην κόλαση είχε αρχίσει να ριζώνει.
Η μεγάλη και παρατεταμένη σκλαβιά, απομακρύνει την Ελευθερία.
Η κόλαση αυτόνομη με δικούς κανόνες, και χρειαζόταν η Ναρίτ, να κάνει κάτι για τους δεσμώτες, ώστε να επιτρέψουν.
Γιατί δεν φεύγεις από την κόλαση, όταν σου ρουφήξει την ικμάδα του φωτός, τότε πρέπει να γίνει μετάγγιση από καθαρό δότη, έναν φωτεινό πολεμιστή.
Η εντολή ήταν, εκδικήσου τον Άγγελο, που μας έκλεψε την Φατιάλ.
Ο Οληίλ έστρεψε το βλέμμα του προς την Ναρίτ, η πρόκληση ήταν μέγιστη.
Έφτιαξε το σενάριο, όλα συγκεχυμένα, διαφορετική περίπτωση.
Η καινούργια αποστολή, ήταν ένα ανακάτεμα, κόλασης και παράδεισου.
Το φως και το σκοτάδι πολεμούσαν, ότι ήταν υπέρ ήταν και κατά, και το ανάποδο, αντιμαχόταν το ίσιο.
Άπλωσε την παλάμη του και πάλι όμως.
Η Ναρίτ είδε την γραμμή της δύναμης, ζήλεψε την γραμμή της τύχης, και δεν έδωσε καμία σημασία στην γραμμή της ζωής, αντίθετα θαύμασε την βελουδένια και αναπαυτική πρόταση.
Άγγιξε το χέρι του μέχρι που να περάσει, «είσαι ο άνθρωπος μου» ψιθύρισε….. άνθρωπος; Όχι μόνον, και άνθρωπος φυσικά.
Και όταν αυτό έγινε, το άνοιγμα πύλης, και η αλλαγή διάστασης, τότε το άφησε και απλώθηκε στην δήθεν ελευθερία, που της εξασφάλιζε το προσωπείο.
Όλα, κρατούν ΕΚΕΙ μια στιγμή, και όλα η σχεδόν όλα πέρασαν ΕΔΩ, για να κρατήσουν χρόνια.
Δύσκολο το έργο και θέλει τον χρόνο του να ωριμάσει, θέλει πειθώ η μύηση, και η αλλαγή σε σφραγίδες αιώνιες πονά.
Βρήκε τον Άγγελο η Λατρεία, και προχωρούσαν άχρωμα χωρίς σκοπό και ουσία για πολύ.
Αταίριαστες αποστολές, άλλο σενάριο η Λατρεία άλλο ο Άγγελος.
Ντύθηκε με το χρόνο αποτυχία, η αποστολή της εκδίκησης, και βοήθησε σε αυτό η Φατιάλ, του Αγγέλου η προστάτιδα σκιά.
Γέμισε πανικό, θυμό, και απόγνωση το αγκαθένιο περιβόλι της Λατρείας.
Υδρόβιο περιβόλι, στης θάλασσας τα βάθη, ίσως να μην το φτάνει Ήλιου φως, γιατί τον φόβο φέρνουν όσοι, από αιώνια σκλαβιά, βγαίνουν στην μέρα.
Αιώνια όμως το φως κερδίζει το σκοτάδι, και άμα οι δύο γίνουν τρεις φτάνει η ώρα να αγκαλιάσουν την μονάδα.
Η μια παλάμη δεν θα φτάσει, για να γίνει της ψυχής η αλλαγή, γι’ αυτό χρειάζονται δύο.
Δυο χέρια τόσο δυνατά, θα κάνουν ότι πρέπει, και τα σκοτάδια θα ακυρώσουν και το σενάριο που φτιάχτηκε θα κάνουν πράξη, γιατί η  ουτοπία σβηνεται, όταν πιστέψεις πως δεν υπάρχει.
Ο Οληίλ και η Φατιαλ, δοκιμασμένοι φωτεινοί πολεμιστές, δεν ξέρουν τι θα πει να χάσεις μια ψυχή που πολεμά σε λάθος δρόμο, να φτάσει στον σκοπό της, και στο τέλος.
Στο μυστικό της περιβόλι η Ναρίτ, κάποια στιγμή, είδε τα αγκάθια, την θέση τους να δίνουν σε λουλούδια, σημάδι πως το τέλος πλησιάζει.
Δεν αντιστάθηκε ποτέ ξανά, μέχρι την όμορφη εκείνη την στιγμή που γέμισε τον κόρφο της δροσιά, θαλασσινή δροσιά, κόρη του μπάτη.
Το ολόλευκο το σώμα της Λατρείας, σε ανάκλιντρο ριγμένο, που σέρναν τρίτωνες και Νηιρίδες, την πύλη διάβηκε ξανά, και έγινε η Ναρίτ, Ναριτιάλ, που πάει να πει του Ήλιου κόρη.
Είναι από τότε, πριν χιλιάδες χρόνια, μια στιγμή μονάχα ΕΚΕΙ, τρία αστέρια, σαν διαμάντια του ουρανού.
Όποιος ξαπλώσει μια αυγουστιάτικη βραδιά, αργά την νύχτα σε αμμουδιά φεγγαροστόλιστη, τα βλέπει στον ουράνιο θόλο, τρίγωνο ιερό, τριάδα θεια.

Οληίλ-Φατιάλ-Ναριτιάλ, τουτέστι μεθερμηνευόμενο………
Ολοκληρωτικά-Φωτισμένος-Νους.

ΕΚΕΙ δύο βήματα από την Κόλαση…με μια καρδιά κουράγιο φορτωμένη, και την ψυχή γεμάτη ΦΩΣ.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
3/8/2013=17=8=Θέωση