Σαν σε όνειρο..
Το μικρό
ταλαιπωρημένο χελιδόνι, εξαντλημένο ανήμπορο να πετάξει, σχεδόν μισοπεθαμένο…
Γύρευε ένα κλαρί
να κρατηθεί… ζητούσε μια ζεστασιά μια σταγόνα να δροσιστεί…
Συνάντησε το
χέρι μου, γιατί υα χέρια είναι κλαριά….
Έτσι τα
σχεδίασε η τύχη, και το χελιδόνι και το χέρι έγιναν ένα… μια ψυχή και μια
αγκαλιά…
Σαν σε
όνειρο..
Βρήκε η ψυχή
μια ζεστασιά στην αγκαλιά, βρήκε και η αγκαλιά μια αιτία φωλιά να γίνει για το διψασμένο
χελιδόνι…
Είδε η αγκαλιά
την δίψα του, όλα τα ξέρουν οι ψυχές και τα διαβάζουν, και το έβαλε στην βρύση… και έγινε η βρύση ένας κρουνός, ορμητικός και ζωοφόρος.
Έχωσε το ράμφος
του το χελιδόνι, και ρούφηξε τις σταγόνες… ανάσανε…
Και χόρτασε,
ξεδίψασε, ζωντάνεψε, θυμήθηκε….
Και άνθισε
το κλαρί, γέμισε φύλλα ελπίδες, μαλάκωσε το χέρι μιας και βρήκε έναν σκοπό…
Πέρασαν τρεις στιγμές, και απ την παλάμη αυτής της αγκαλιάς, πέταξε η ψυχή σαν χελιδόνι
και στάθηκε στον ώμο μου…
Σαν όνειρο…
Βγήκαμε οι δύο
μας, και το κατώφλι, το βαρύ και σκουριασμένο δρασκελίζοντας, χωθήκαμε στον
δρόμο…
Κανείς μας δεν
μιλούσε….
Μετά παρέα
στο χωράφι, δεξιά η θάλασσα γαλάζια πλουμιστή και ουρανόχρωμη…
Αριστερά το δάσος,
πυκνό παχύ και άγνωστο, πίσω του το βουνό με την λευκή του κορυφή..
Και περπατούσαμε
έτσι σιωπηλά… μπορεί και να πετούσαμε, μα δεν θυμάμαι…
αν γίνεται
και η αγκαλιά μας χελιδόνι, η αν το χελιδόνι είναι αγκαλιά…
Σαν σε
όνειρο…
Πέρασε μια στιγμή
του χρόνου, πέρασαν χρόνια σαν στιγμές…
Κλέβει η
σιωπή τον χρόνο, στραγγίζει η χαρά μας το νερό και την δροσιά…
Ήρθε η ώρα,
ήτανε το βουνό μπροστά, ένα κορμί σε έναν ώμο, μία θηλιά σε έναν λαιμό, και το μικρό εξαντλημένο χελιδόνι, ζεστό, ακέραιο και
δυνατό….
Έσκυψε στο αυτί,
και μου τιτίβισε…
Σαν σε
όνειρο….
Έλαμψε ο ουρανός
την μέρα, και ζέστανε ο ήλιος τα κλαριά….
Άστραψε η θάλασσα,
και τάμα τον αφρό της, στη νιότη χάρισε…
Φώτισε μες
το δάσος η ζωή, και αγκάλιασε ο έρωτας κισσός τα κουρασμένα δέντρα…
Έσκυψε το
βουνό, και λεύκανε με την κορφή του, της Γής το κάθε αναφιλητό…
Έμεινε ο
ώμος ορφανός, κατέβηκε το χελιδόνι στην παλάμη…. σε μια παλάμη αγκαλιά…
Υψώθηκε το
χέρι, ανοίγοντας η αγκαλιά, γέμισε φτεροκόπημα η παλάμη…
Τέτοιος
ρυθμός, τόσος παλμός, θαρρείς καρδιάς κτυπήματα σε τύμπανου μεμβράνες…
Και πέταξε
το χελιδόνι ελεύθερο, και δυνατό, να κουβαλάει μιας ψυχής το χρώμα στην κοιλιά
του, και μιας ζωής το απόσταγμα στην πλάτη….
Σαν σε όνειρο….
Λόγω τιμής.
ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
14/10/2014=13=4