Ένα λεπτό περιπτερά, κ΄ ένα χοντρό μανάβη,
μπάρκαραν ένα πρωινό στου Ρέντη το καράβι.
Είχε κατάρτια
μπρόκολα, πανιά εφημερίδες,
καπότες για σωσίβια, κάβους σκορδοπλεξίδες.
Τσιχλόφουσκα περιπτεράς,
και ο μανάβης βλίτο,
μα τον Σεβάχ δεν άξιζαν, οι δυο τους ένα σπίρτο.
Για καπετάνιο διάλεξαν, μια πουπουλένια κόρη
να μην βαραίνει το σκαρί,
και γέρνει το βαπόρι.
Θέλει καρδιά η θάλασσα, και το ταξίδι χέρια,
με ψιλικά, και λάχανα, παθαίνεις τα χουνέρια.
Χρειάζεται ρότα,
άγκυρα, πυξίδα, τιμονιέρα
Όχι ραδίκια, μαϊντανούς, σερβιέτες η παντιέρα.
Αστράφτει ο περιπτεράς, βρόντηξε ο μανάβης,
Θέλω εργάτη γίγαντα, με μιας να τον ανάβεις.
Στο μπάρκο το παρθενικό, γυρεύω ένα μούτσο
ακούραστο
δουλευταρά, και όχι για τον πούτσο.
Ο παραγιός του έμπορα, λιγνός και παλληκάρι
κατέθεσε μια αίτηση, την κόρη να φλερτάρει.
Την θέση κατοχύρωσε, ψηλά στην κουπαστή,
αυτοί για μούτσο έψαχναν και βρήκαν εραστή.
Σαλπάρανε μ΄ ενθουσιασμό, και ούριο αέρα,
η κόρη με τον μούτσο της χάνονταν όλη μέρα.
Αφεντικά ζωή πικρή, στη χούφτα ματσακόνι,
και κάθε βράδυ την ουρά, ο διάβολος να χώνει.
Λέπτυνε ο μανάβης μας, χωρούσε σε καφάσι,
κόκκαλα ο περιπτεράς, ναύλο σε νέα φάση.
Η θάλασσα πονετική, ζυγιάζει και πληρώνει,
κάνει τον ένα μέδουσα, τον άλλο ανεμώνη.
ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
11/9/2015=19=10=1