Στης ασφάλτου την άκρη, με ρομφαία αντάρτη,
κεχριμπάρι του δρόμου, σε φτερά πελαργού,
εξαγνίζεται η Νιόβη,
ροζ διαμάντι που κόβει,
πρώτη αγάπη του Δία, μάννα του Πελασγού.
Στην γραμμή που χωρίζει, και τα σύνορα χτίζει,
πως αλήθεια πεθαίνεις, και σαν ψέμα πως ζεις,
σαν αρχαία σοφία, που συνθλίβουν στροφεία
προϊόντα του χρόνου, και μιας μάζας πεζής.
Με το μέλλον που γέρνει, και ελπίδα δε φέρνει,
σαν κουβάρι μπλεγμένο, με κρυμμένη αρχή,
θαρρετά μια γλαδιόλα, σε σκληρή καραμπόλα,
μαστιγώνει τη θλίψη, μιας ψυχής προσευχή.
Τσακισμένο το σώμα, δεν χαλάρωσε ακόμα,
μα η αύρα του σπόρος, να κεντρίζει τη Γή,
ρίζα φτιάχνει τον πόνο, κοροϊδεύει το φόνο,
σαν λουλούδι φυτρώνει, του θανάτου φραγή.
Μια γλαδιόλα μονάχη, σ ένα δρόμο υπάρχει,
που κανένας δεν βλέπει, όπως τρέχει τυφλά,
μια ασπίδα κρυμμένη, Σπαρτιάτης κραδαίνει,
στην σπηλιά του Καιάδα, και μιλά σιωπηλά.
ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
11/11/2014=11=2