Τρυπούν τ΄ αγκάθια
το πετσί, σαν αναμνήσεις…
Βαθειά το τσίμπημα ποτίζει, και το
αίμα ταξιδεύει…
Ξυπνάει στάχτες ηφαιστείων, λαβες
ζωντανεύει…
Καίγεται το κορμί, στα
έγκατα σε ψευδαισθήσεις…
Την άκουσα,
βαθιά σε άνοιγμα της γης, αντιλαλούσε.
Μετά την τύλιξαν, του ηφαιστείου οι γλώσσες,
και μου την έφεραν καυτή, και εξαγνισμένη,
βαθιά σε άνοιγμα της γης, αντιλαλούσε.
Μετά την τύλιξαν, του ηφαιστείου οι γλώσσες,
και μου την έφεραν καυτή, και εξαγνισμένη,
Εκεί στον χώρο των ψυχών.
θα την κρατήσω, μία ψυχή σε δυο διαστάσεις.
Η κόλαση ν΄ ανάβει την εικόνα μου, φλόγα και βάλσαμο μαζί,
θα την κρατήσω, μία ψυχή σε δυο διαστάσεις.
Η κόλαση ν΄ ανάβει την εικόνα μου, φλόγα και βάλσαμο μαζί,
και να μου ντύνει την ψυχή ο παράδεισος,
με πορφυρό χιτώνα,
την φλόγα μου σκορπίζοντας, το
φως να αγκαλιάσει,
ένα να γίνουνε, φωτιά και ψύχρα
και ψυχή… η μοίρα να διστάζει.
Την κοίταξα,
ψηλά στο ρήγμα του ουρανού, ακροβατούσε.
Μετά την τύλιξαν της μέρας, οι ηλιογλώσσες,
ψηλά στο ρήγμα του ουρανού, ακροβατούσε.
Μετά την τύλιξαν της μέρας, οι ηλιογλώσσες,
Εκεί στον χρόνο των θεών.
θα την κρατήσω μια στιγμή, σε δύο αιώνες.
θα την κρατήσω μια στιγμή, σε δύο αιώνες.
Το παρελθόν να ξεσηκώνει, που
νωθρό κοιμάται,
και το παρόν να κάνει μέλλον, δίχως
να φοβάται,
το χρόνο μου ακυρώνοντας με το κενό, καινά να χτίζει.
το χρόνο μου ακυρώνοντας με το κενό, καινά να χτίζει.
Ένα να γίνουν τώρα, χτες και αύριο,
ο χάρος να τρομάζει…
Την άγγιξα,
Σιμά στης πόρτας την σχισμή, χαμογελούσε.
Μετά την έντυσαν της νύχτας, οι νεράιδες,
και μου την έδωσαν υγρή, και μεθυσμένη,
Εκεί στον τόπο των ανθρώπων.
θα την κρατήσω μια αγκαλιά, στα δύο μου χέρια,
την μέρα να δαμάζει το θεριό, που
ατίθασο γρυλίζει,
την νύχτα, να στραγγίζει πόθους και σταλαγματιές,
την νύχτα, να στραγγίζει πόθους και σταλαγματιές,
το σώμα μου αδειάζοντας στην θάλασσα,
αφρό να συναντήσει…
Ένα να γίνουν ίμερος και φως, έρωτας
και θεός, το σώμα να γιορτάζει.
ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
5/9/2014=21=3