Κάποιο
μοναχικό πρωί στου κόσμου το σεργιάνι
μου
πήρε ο αέρας την πνοή, την έπλεξε στεφάνι.
Στα
σύννεφα μου σκοτεινιά, χαμένη η μιλιά μου,
στα
μονοπάτια του μυαλού, χάθηκε η σπηλιά μου.
Με
την σιωπή μου γέλαγε, και σάρκαζε συνάμα,
φορούσε
μαύρα η ερημιά, αχός βουβός σαν κλάμα.
Ώσπου
σε ένα ξέφωτο, μες του βουνού τη δύνη
Είδα
το πνεύμα μιας ζωής, συνάντησα εκείνη.
Ήταν
γυναίκα όμορφη, στα γαλανά της μάτια
Μια
λάμψη γκρι, αληθινή, με έκοψε κομμάτια
Φορούσε
πόνο, ένοιωσα, και αλυσοδεμένη,
αιώνιο
το χρέος μας, σκλαβιά η οικουμένη.
Τα
χρόνια της δακρύζανε, πολύτιμες εικόνες.
Την
θαύμασα, την πόθησα, την γνώριζα αιώνες.
Μυστήριο
και δύναμη με τράβηξε κοντά της
μια
αγάπη δώρο, ακριβό το συναπάντημα της.
Ο άνεμος
χαιρέκακα θρόιζε στα αυτιά μου,
εύκολος στόχος έλεγε, η ανοιχτή καρδιά μου.
Καθίσαμε
λίγο μαζί, στου ήλιου την αψίδα
Μιλούσαμε
χωρίς φωνή, ανάνηψα και οίδα.
Χάθηκα
και θυμόμουνα, χρησμούς, ζωές, θυσίες
Να
ταξιδεύουν γύρω μου, άπιαστες οπτασίες.
Μιλούσανε
τα μάτια της, άκουσα την ψυχή μου,
οι
αλυσίδες κόπηκαν και βρήκα την φωνή μου.
Ο άνεμος
σταμάτησε, και λούφαξε στην άκρη,
σε μένα έδωσε πνοή, σ΄ αυτή πήρε το δάκρυ.
Ονειρεμένο
ξέφωτο, καρδιά του δάσους γέλα
Φόρα
λυκόφως στα μαλλιά, το λυκαυγές κορδέλα.
ΟΥ
ΤΙ ΔΑΝΟΣ
8/3/2015=18=9