Από πατρίδα ορφανός
Κι από πατέρα νόθος
αναθρεμμένος αχαμνός
και αδελφός ο μόχθος.
Βήμα το βήμα γλίστρημα,
κάθε φωνή θα σβήσει.
Κρίμα το κάθε σκίρτημα,
πνίγεται πριν ανθίσει
Βουβό γομάρι στο ζυγό
με διαδρομή πλανόδια.
υποταγμένο σ΄ αρχηγό,
βάτραχος δίχως πόδια.
Ανάδρομη σκυφτή ζωή
ιδέες δίχως πράξεις.
Μονάχα βρώμικο ψωμί,
ζυμώνουν οι διατάξεις.
Μικρό παλιό εξάρτημα,
αφύλαχτο σκουριάζεις,
σαν φοβικό αμάρτημα,
νερό και αίμα στάζεις.
Δεν χόρτασες μετάνοιες,
που γονατίζεις χρόνια,
τις γερασμένες άνοιες,
να βλέπεις με συμπόνια.
Άκου τις ξύλινες φωνές,
κούφιες τυπολατρίες,
κάθε μητρώο διαφανές,
βρωμίζουν στις φατρίες.
Ο επιούσιος πικρός,
το λογισμό σκοτώνει.
Ο κόσμος έγινε μικρός
χωρά σε μια οθόνη.
Παγκόσμια θολούρα μου
Αρπακτική μιζέρια
Την άγονη μουρμούρα μου
Ανέθεσα στ΄ αστέρια.
ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
12/2/2018=16=7