Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Νανούρισμα

Του φεγγαριού το πρόσωπο, ζήλεψε την μορφή σου
και θάμπωσε του αλόγου σου, την μεταξένια χαίτη
μάταια όμως δεν μπορεί, στα πούπουλα  κοιμήσου
έχεις αγάπης φυλαχτό, του άγγελου σου την σκέπη.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
7/11/2013=14-5

Πονάει το άγγιγμα σου

Δεν ρώτησα ποτέ, πως έγινε και μάτωσε
μια σκουριασμένη  άγρια  νύχτα το φεγγάρι
Καρτερικά αγνάντευα τη χίμαιρα που πάγωσε
σαν το πουλί, σε κρύας ξόβεργας κλωνάρι.

Δεν ζήτησα ποτέ, Χριστέ να μ’ αρνηθείς,
για τρεις φορές ναυάγησα στην ξέρα
Τόξερα όμως, πως σαν θάλασσα θα ρθείς,
πειρατική στον έρμο  κάβο μου γαλέρα

Δεν χάρηκα ποτέ, ζεστό κρασί αμέθυστο
Κανάτες άδειες περπατούσαν στη ζωή μου
Νόμιζα πως θα ρχοταν δειλινό, ανέλπιστο
να φέρει βάλσαμο και μύρα στην ψυχή μου  

Δεν κιότεψα ποτέ, παλικαρίσια γύρευα
να βρω Ιθάκες, Συμπληγάδες, Θερμοπύλες
χαλάλισα τραγούδια κι ας μην πίστευα
πως ντόμπρα δεν νικάς, μα σε καμπύλες

Δεν διάβασα ποτέ, τα λόγια που μου τάζανε,
Κούφιες φωνές, φτηνές αγάπες χάδια πουλημένα 
Πίστεψα όμως μάτια σιωπηλά, που με κοιτάζανε
λάτρεψα χείλη αμίλητα, μ΄αλήθεια στολισμένα

Δεν έγραψα ποτέ, ότι μου άρπαξε, το αίμα μου
ούτε και γύρεψα ελεημοσύνη από την μοίρα
Κρατώ απόσταση για μένα, απ το ψέμα μου
Για να γλυκαίνω των χειλιών σου την αλμύρα

Δεν θα σου πω ποτέ, τραγούδια για το δάκρυ σου
ούτε πώς θα με βρεις την άνοιξη θα περιγράψω
χειμώνα μην ζητάς το βιολετί του νάρκισσου
μα κάθε Μάρτη, δώσε μου σινιάλο για να κλάψω.

Κι όταν θα βρεις που ζούσα, και που πέθανα
κρύος καπνός, μιας  άκαυτης θυσίας
Βάλε το χέρι σου αντήλιο στην ανάσα μου,
χύσε σπονδή με το κρασί της φαντασίας.

Τότε θα σηκωθούν οι πέτρες απ την κόλαση,
να γίνουν βελουδένιες αγκαλιές σε νυκτωδία
Άγγελοι θα φωτίσουν την ευτυχισμένη όαση,
για να  χορέψουν δυο ψυχές, μια μελωδία!!

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ

3/11/2013=11=2 

Ιέραξ

Μες του μυαλού σου το μαρτυρικό ψεγάδι
γεράκι σε κλουβί, φτεροκοπάς το βραδύ.
Δεν είναι μόνο η φυλακή να σε σκοτώνει,
λείπει το φως, γυάλινο βλέμμα να θολώνει

Μια κούφια εκδίκηση χτικιό, σε βασανίζει
βοηθά κι ο νόμος, ο τροχός να μην γυρίζει.
Πλάτη σε τοίχους, να χορτάσει η σαπίλα
βουβοί στρατιώτες, και απόσπασμα ξεφτίλα

Μες του κλουβιού σου το ακάνθινο στεφάνι
Σαν μαύρο πρόβατο, ξέκοψες απ την στάνη.
Η αθωότητα ξανά, να πλέκει την φωλιά σου
σε δάση σκοτεινά, αιώνιο δάκρυ η λαλιά σου.

Μια άμορφη κατάρα, σε ξεσκίζει σε κομμάτια
Ασκούς ανοίγει, στις νυχτιάς τα μονοπάτια.
Και η σκλαβιά κακούργα, σαν ζωή και κείνη
λουφάζει δήθεν, το πρωί στην λησμοσύνη.

Πετούν σαΐνια στα βουνά, με φως ψυχές λουσμένες.
Γιατί πεθαίνουν στις φωλιές με κάγκελα χτισμένες.
Πετούν πετρίτες στα βουνά, ζυγιάζουν τον αέρα
Γιατί πεθαίνουν στα κλουβιά, κάθε καινούργια μέρα   

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ

24/1/2013=13=4

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Το λευκό πουκάμισο


Επιστρέφω σπίτι
Δύσκολη μέρα
Κούραση μεγάλη
Και η ταλαιπωρία θα συνεχιστεί..
Γιατί πρέπει να σιδερώσω τα πουκάμισα του «καλού» μου..
Βέβαια.. γιατί ο «καλός» μου έχει «σοβαρό επαγγελματικό ραντεβού»..
Και ακόμη δεν έχει αποφασίσει ποιο απ’ όλα θα φορέσει..

Τα νεύρα μου..
Πρώτα το ριγέ γαλάζιο
Δεύτερο το λευκό με την κόκκινη λεπτομέρεια στο γιακά
Τι;!
Ποια σιχαμένη τον φίλησε και του άφησε και σημάδι για να το δω;

Δεν ξέρω τι να κάνω..
Να του σπάσω το κεφάλι με το που μπει στο σπίτι ή να τον αφήσω πρώτα να μου δικαιολογηθεί;
Τον φαντάζομαι να τριγυρνά σε φτηνά μπαράκια με τους φίλους του και να πίνει παρέα με «αιθέρειες» υπάρξεις
Αηδία

Και η ώρα περνάει και ακόμη να φανεί ο «καλός» μου
Που με έχει στο σπίτι για να του μαγειρεύω και να του σιδερώνω τα πουκάμισα για τα δήθεν επαγγελματικά του ραντεβού
Για να βγαίνει τα βράδια έξω και να μπεκροπίνει, ο Θεός ξέρει με ποια..
Να μπαίνει σε φτηνά ξενοδοχεία και να κάνει, ο Θεός ξέρει τι..
Να κυλιέται στα λερωμένα σεντόνια και στα πατώματα λουσμένος στον ιδρώτα της ηδονής
Να αρπάζει το σώμα της κάθε τυχάρπαστης και να το σφίγγει παθιασμένα πάνω στο δικό του
Να της σκίζει τα ρούχα με τα χέρια και τα δόντια
Να την αρπάζει από τα μαλλιά και να τη γδέρνει με τα νύχια στο λαιμό και το στέρνο
Κι εκείνη να τον αγκαλιάζει με τα πόδια της σφιχτά πάνω της
Και ταυτόχρονα να τον φιλά στο λαιμό
Και να του κάνει νάζια και χαρές
Και «Μη καλέ.. έλα τώρα.. σταμάτα..» και άλλες τέτοιες αηδίες
Και αυτός να μην πτοείται
Να τη φιλά όπως δεν φίλησε ποτέ εμένα..

Ακούω κλειδιά στην πόρτα..
Νάτος ο «καλός» μου!
Να με πλησιάζει με το φωτεινότερο χαμόγελο που είχε ποτέ
Ο βλάκας..
Που να ήξερε ότι ξέρω..
Και με πλησιάζει..
Βάζει το χέρι του στην τσέπη του σακακιού του και βγάζει ένα μικρό, χρυσό δαχτυλίδι

Και μου λέει:
-Τις προάλλες που πήγα να δω τη μητέρα μου, μου έδωσε το δαχτυλίδι των αρραβώνων της για σένα.. Μου είπε ότι ήρθε ο καιρός να αλλάξει χέρια.. Της το είχε δώσει η μητέρα της κι εκεινής η δικιά της.. Έσκυψα και τη φίλησα κι αγκαλιαστήκαμε.. Μπορεί το κραγιόν της να είναι σε εκείνο το πουκάμισο που φορούσα τότε.. Ξέρεις πως βάφεται η μητέρα μου! Κοκέτα ως το τέλος! Λοιπόν αγάπη μου;

Θες να με παντρευτείς;
 

DEMI NAK
14/11/13