Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018

Άκου το φως, κι όποια ευχή γυρεύεις βρες, κι άμα μπορείς, άκουσε πρώτα τις σιωπές.


Μ΄ένα μπόγο τραγούδια στην πλάτη, και αδιάφορη φρέσκια γκριμάτσα,
στα σοκάκια του χρόνου  φευγάτη, κάνει πρόβα στην νέα της φάτσα.
Βαλσαμώνει αρχαία λουλούδια σε κάδρα, ξεφλουδίζει  φιλιά στο τραπέζι,
έξω η μπίλια διαλέγει τα  μαύρα, κι η ελπίδα φλερτάρει και παίζει.

Προσπερνά και σαρκάζει συνέχεια, με το γέλιο της μνήμες παγώνει,
γεμισμένα κοστούμια  μ΄ ανέχεια, κολυμπούν σε φτηνή σιλικόνη.
Στις χοές του καλού δεν δακρύζει, κι΄ ευτυχίες μονές σπαρταράνε,
τεντωμένες χορδές ξεκουρδίζει, τυπικά, και τα χρόνια περνάνε.

Χίλιες λέξεις μηνύματα αίγλης, μελωδίες ρηχές ανεκπλήρωτοι στόχοι
Κούφιοι ήχοι  στ΄ αυτιά της αγέλης, ότι αρπάξει ο καθείς στην απόχη.
Το φορτώνει σε κάποιο ντουβάρι, και τις ρόγες σκορπίζουν σπουργίτια,
το τσαμπί ξεραμένο κουφάρι, της αδράνειας γούρι στα καλύτερα σπίτια.

Μα τα λόγια ο αέρας τα παίρνει, και η σκόνη τους θάβει  ψυχές,
ο σκοπός που τα πόδια του σέρνει, στολισμένες σκορπά  ιαχές.
Η σιωπή που ευχή συνοδεύει, και αφήνει ο χρησμός προσμονές,
με τροφή των ονείρων θεριεύει, τους παλμούς που δονούν οι φωνές.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
3/1/2018=15=6

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

Quo vadis ?

Το κάθε σούρουπο σ΄ αρπάζει απ το χέρι,
βουή στα αυτιά σου, η ημέρα που γλιστρά,
Μυρίζουν μόσχο κάθε βράδυ τέτοια μέρη,
σαν λιτανείες στ΄ ανηφόρια του Μυστρά. 

Γυαλίζει ο νιός, της μάγισσας τη σφαίρα,
ξεθάβει ο γέρος την ασπίδα της τιμής,
κούφιοι χρησμοί σκορπάνε στον αιθέρα,
μισοσπασμένοι απ΄ τα χέρια της μαμής.

Σε σάπιες ράγες καθηλώνονται βαγόνια,
χωρίς ελπίδα για τροχιά προς το καινό.
άγουρη νιότη, στοιβαγμένη σε μπαλκόνια,
μ΄ αίμα σφραγίζει τις συνθήκες σε πανό.

Όλους μαζί, το κάθε σούρουπο μας βρίσκει
Κι ας  προχωράμε χωρισμένοι στη βροχή
Μοιάζει η ελπίδα με παμπόνηρη παιδίσκη
που είναι στ΄ αλήθεια η γερασμένη ανοχή.

Λέξεις αλλήθωρες ζαβές, η γλώσσα γνέθει
και λάσπη αόρατη, πετάει ο καιρός.  
Τι προσβολή στη λογική μου  αυτή η μέθη
καθάρισε με, να πεθάνω καθαρός.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
21/12/2017=16=7

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Χειμερία νάρκη


Σαν την ανέμη που τις εποχές ανοίγει, αδράχτι ο χρόνος αιωνίως τις τυλίγει.

Οι πεταλούδες περιμένουνε στην στάχτη, τον ερχομό του έφηβου του Μάρτη.

Κάποιος γυμνός με νότες ανασαίνει, καθώς τυλίχτηκε της μοναξιάς τη χλαίνη.

Δήμιοι ουρλιάζουν οι αέρηδες στη στέγη, σκορπά ο καπνός κι’  οπτασία φεύγει.
   
Φέγγει στο τζάκι θαλπωρή του χθες, αγιογραφώντας των αγγέλλων τις μορφές.

Τι προστασία, πόσο τρυφερά αγγίζει, τούτη η εικόνα, που στη μνήμη τριγυρίζει,

μαύρο βελούδο την ανάμνησή μας ντύνει, γεύση γλυκιά ερωτικού φιλιού αφήνει.

Τώρα, πώς έγινε και ξαφνικά μεταμορφώνει, η σπίθα που ποτέ της δεν παγώνει

αυτό το θαυμαστό τριμμένο ρούχο, κάθε χειμώνας κι ένα μπάλωμα του πού χω,


κι έγινε ένα με την σάρκα μου η ευχή του, μελέτησε την χειμωνιά μου η ψυχή του


κανείς δεν ξέρει τα κουρέλια και τα ράκη, πότε θα βγουν από την χειμερία νάρκη.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
12/12/2017=16=7

Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

Φευγάτη ποίηση

Αποδημητικό πουλί, η μπορεί μια σαπουνόφουσκα, που μόλις την αγγίξεις χάνεται.
Φεύγει πάντα, ένα άπιαστο όνειρο, έτσι όπως ο ήλιος το δείλι σιγά-σιγά βασιλεύει γλυκά με τη γεύση του ανικανοποίητου στα χείλη μας,  που παραμένουμε μετέωροι στο λυκόφως, τον προάγγελο  της νύχτας.
Φεύγει πάντα, μια οπτασία, έτσι όπως ο ήλιος σιγά σιγά ανατέλλει γλυκά, με την γεύση του ικανοποιητικού στα χείλη μας, που αγναντεύουμε γελαστοί στο λυκαυγές, τον προάγγελο της μέρας.
Ταξιδεύει μόνιμα, πηγαίνοντας προς εκεί, στο άγνωστο το νεφελώδες το άυλο.
Ναι δεν έχει ιδιοκτήτες η φευγάτη ποίηση, δεν σταματά πουθενά, όπως τα νετρίνα διαπερνούν την ύλη, και παραμένουν ασύλληπτα.
Έχει ο αέρας ιδιοκτήτες, έχει ο ήλιος, έχει η ψυχή.
Μια προσφορά ευεργετική, που ξεπερνά την τρισδιάστατη συνείδηση  του στημένου matrix, της κοινότυπης μήτρας που γεννά την ύλη, και γίνεται φυλακή.  
Μια συνεχής ροή, ένα ποτάμι ιδεών και οίστρων, με απροσδιόριστη πηγή, σε άγνωστη θάλασσα.
Ένα ποτάμι, άλλοτε απρόσωπο, άλλοτε πολυπρόσωπο, άλλοτε να υμνεί την ζωή, και άλλοτε να δείχνει τον θάνατο, πάντα όμως με καταλύτη τον έρωτα.
Αλλιώτικο, άνυδρο, χωρίς φυσικά εμπόδια, στροβιλίζεται στη ζωή, ξεπερνά τον θάνατο και χάνεται πίσω από εκείνον.
Γιατί η φευγάτη ποίηση δεν γυρεύει να φτιάξει τον κόσμο, δεν είναι δημιουργός, θέλει να τον γνωρίσει.
Να μάθει την σύστασή του να ακούσει την ανάσα του, να νοιώσει τον παλμό του, γιατί ο κόσμος είναι ζωή και θάνατος μαζί, είναι και ζωή πριν την ζωή, και θάνατος μετά τον θάνατο.
Γιατί ο κόσμος ο μεγάλος ο τεράστιος είναι μια σταγόνα, και ο άνθρωπος μέσα.
Η φευγάτη ποίηση βγαίνει και έξω, έξω από την κοσμική  σταγόνα.
Γιατί ο άνθρωπος ο μεγάλος ο τεράστιος, είναι μια σταγόνα, αλλά βλέπει έξω, όχι μέσα στην σταγόνα.
Η φευγάτη ποίηση όμως μπαίνει και μέσα, μέσα στην ανθρώπινη σταγόνα.
Κι αφού πάντα φεύγει άχρηστη μοιάζει, μα δεν είναι.
Είναι ο ήλιος που φεύγει άχρηστος, είναι ο αέρας, είναι η ζωή που φεύγει άχρηστη;
Δεν έχει ούτε ποιητή, για να την φτιάχνει, γιατί σαν την ματιά που φεύγει μέχρι τον ορίζοντα που βλέπουμε, και συνεχίζει ακόμα αλλά το είδωλο δεν γυρνά για να δούμε, έτσι η ποίηση η φευγάτη μοιάζει.
Ποιος φτιάχνει την ματιά λοιπόν, ο ίδιος και την ποίηση αυτή παράγει.
Όλοι που εκπέμπουν είναι ποιητές, και όσοι την νοιώθουν αποδέκτες.
Κι αφού την νοιώσουν γίνονται εκείνοι ποιητές, και νέοι αποδέκτες νοιώθουν.
Για να επικοινωνεί το δίκτυο αυτό των ορατών, των αοράτων και των άλλων.
Για να επικοινωνεί το δίκτυο αυτό, συνειδητά, ή  ασυνείδητα, και να υπάρχει.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
14/11/2017=17=8