Τρίτη 7 Μαΐου 2013

Ο πρώτος θεμέλιος λίθος, ήταν ίασπις.


Το χουν του χρόνου τα γυρίσματα, όταν δακρύζουν τα βουνά
Τους κάμπους να περνά ανατριχίλα.
Και είναι χρέος, ένστικτο όσους τα δάκρυα αγγίζουν, να σκαρφαλώνουν στις πλαγιές τους, το πρανές να κάνουν μαξιλάρι, και όνειρα να ζωγραφίζουν στις κορφές.
Είναι τα Όρη, όρια, μα τα όρια ποιος τάχα τα ορίζει.
Ο Ήλιος έβαλε το φώς, έβαλε και το φάος.
Το φως χαϊδεύει της ζωής τα μονοπάτια, και χρώμα δίνει, στις οντότητες, όταν στον κόσμο μας, βάζουν σκοπό να περπατήσουν.
Το φάος πάλι, δύσκολο να ορμισθεί, τι κάνει και τι δίνει.
Είναι το νοιώσιμο, της αύρας του  θεού, είναι τα πάντα που πηγάζουν από Κείνον.
Χάος Εκείνος και πιο πέρα, δημιούργησε το Φάος με σκοπό, πρωταρχικά, για να μπορούν, πάνω σε αυτό, τα υπόλοιπα να δέσουν.
Η θάλασσα πλακούντας στης ζωής την γέννα, την κίνηση έβαλε.
Τον φύλαξε τον σπόρο, μες τα σπλάχνα της, και αλώβητος χιλιάδες χρόνια παραμένει.
Ο σπόρος τούτος, σε πυραμίδα ωρίμασε, καθώς από τα αστέρια ήρθε.
Στο Τάλετον, στην κορυφή την άγια, του βουνού του αρσενικού όπως το λένε οι περισσότεροι, γιατί θυμούνται.
Αρσενικός Ταΰγετος, η πυραμίδα, ο φαλλός του, λέξη αρχέγονη συμβολική, το φαος του Ήλιου, του Ήλιου Αλλ, που υπήρχε αθάνατος και πάντα θα υπάρχει. Ένα κομμάτι του το Λ, των προγόνων μας το σήμα το ιερό.
Ξεχείλισε ο έρωτας, κομμάτι του θεού κι αυτός, φούσκωσε τον φαλλό, και με σπασμούς, σεισμούς, και εκρήξεις, το σπέρμα κύλισε, ζεστό σε σκοτεινές χαράδρες, και μηρούς σπαρμένους με φασκόμηλο, φλισκούνι και λεβάντα, εκεί που θάλασσα πια δεν υπήρχε. Στην θέση της, ξεπρόβαλλαν τους μυθικούς καιρούς, δύο σκέλη, κι ανάμεσα τους έμελλε να γίνει εκείνο που ορίστηκε σε μας να φτάσει, με γρίφους και με παραδόσεις άγραφες.   
Όπου περνούσε κοίτη γένναγε, και ρέμα ορμητικό γινόταν, πλατύ μεγάλο, και ορμητικό, όπως αξίζει σε ένα σπέρμα αμόλυντο, ατόφιο θεϊκό, που το ξεκίνημα του λόγου, θα έσπερνε σε μήτρα γης θεάς και εκείνης.
Αρσενικός Ευρώτας, ο κουβαλητής της άχραντης ζωής το μύρο, στον τόπο της κοιλάδας των δαιμόνων, που ο θειος Όμηρος «κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν» την βάφτισε. Όλα είναι τόσο απλά, που ανόητοι πεπερασμένοι εμείς δεν τα εννοούμε, κι αν κάνει λάθος ο  Όμηρος, δεν κάνει λάθος η γλώσσα, και τον τόπο, να θυμίζει την σπορά τον είπε «Σπάρτα», κι ας έγινε μετά, κάτι σαν βολικότερο Σπάρτη, όπως τα περισσότερα στην γλώσσα μας που για να κρύβουν την αλήθεια παραποιούνται.
Ήταν η Σπάρτα Εύα, που σημαίνει το καλό, και όχι το κακό και η αμαρτία.
Και ήταν ο Αδάμ ο Αδας, δεν έχει σημασία πως κατέληξε στις μέρες μας το νόημα τους. Και άλλα πολλά που δεν τελειώνει η σειρά για να τα πεις είχαν την ιδία μοίρα, ο εωσφόρος και ο  δαίμονας δυο από αυτά, άλλο σημαίνουν κι άλλο είναι.
Όλα τα πάρα πάνω δράση ερωτική θυμίζουν, και έτσι είναι, μας μένει τώρα η μήτρα για να  κυοφορήσει την ένωση της γης και του ουρανού, και να γεννήσει την ζωή, να συνεχίσει αέναα, τριάδα στον υλικό μας κόσμο «έρως ανήρ γυνή».
Και με σοφία καθώς όλα είναι φτιαγμένα, το μέρος λίκνο, να φυλλάξει την ζωή ήταν το Γύθειο. Άλλοι το λένε Γη θεών, μπορεί και να έχουν δίκιο, τίποτα απόλυτο στον κόσμο δεν υπάρχει. Μόνο κάτι αλήθειες σκορπισμένες, κουρέλια, καλύτερα το νόημα στην λέξη «λιταρίδι» την μανιάτικη, νήμα κουρέλι που σημαίνει.
Έτσι το νήμα της απόδειξης για τον ρόλο του Γυθείου, είναι η ρίζα-συλλαβή,  η Πελασγική  «ΚΥ», που περιέχετε, και που σημαίνει, όπως στην λέξη έγκυος, το κοίλωμα, που Όμηρος μας λέει, και ανατρέφει το έμβρυο για να έρθει στην ζωή σαν είναι η ώρα η κατάλληλη.
Ο αέρας μου έφερε με τις ριπές του ν αυλακώνουν της καρδίας μου το στρεβλό αυλόγυρο από ξερολιθιά, όλες τις σκέψεις, και τις αναμνήσεις, από μέρη λατρεμένα, που τα όνειρα μου κτίζουν κάθε βράδυ.
Έρχεται όμως το πρωί και τα γκρεμίζει, κι ας είναι ο Ήλιος φύλακας, το φως τους δεν χωρά μέσα στην μήτρα, που με γέννησε να την φωτίσει.
«Θυμάμαι» μόνο καθώς έβγαινα στον κόσμο, το τελευταίο χάδι αυτής της μήτρας. Πόσο γλυκά με χάιδεψε καθώς με ξεπροβόδιζε, να συναντήσω τάχα την ζωή σας, η την ζωή μας, πρώτο και δεύτερο, ίδια τα πρόσωπα είναι.
 «Θυμάμαι» όταν μ άγγιξαν τα ξένα χέρια, της μαμής, και νευρικά και ανυπόμονα με κράτησαν, μέσα σ εκείνο το θολό τοπίο, είδα του θάνατου τα μάτια, και ούρλιαξα σπαρακτικά, για αυτή την μοίρα.
Σκόρπισαν τα νερά, με αίμα ανάκατα, σαν τότε που κεντήθηκε Εκείνος στον Σταυρό, και έτρεξε νερό και αίμα δείγμα πώς  «πέθανε»!
«θυμάμαι» ακόμα μερικά, μια ζέστη και ένα φώς, σε μια θηλή, με γάλα να με τρέφει.
«θυμάμαι» αγγέλους να φτεροκοπούν, πάνω απ΄ τα βλέφαρά μου, χωρίς να νοιώθω αν σε ύπνο η σε ξύπνιο μέρος ήμουν.
Κι όσο τα χρόνια προσπερνούν και τα βουνά δακρύζουν, όλα ξεχνιούνται δυστυχώς και τα σκεπάζει η λήθη, που μας την έμαθαν στραβά ζωή να λέμε!
ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
7/5/2013

Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

O Ένατος τοπάζιον.


Του Ήλιου στράγγισε το φώς, το φως πίσω απ την μέρα, αυτό που μάτια ανθρώπινα δεν βλέπουν, εκείνη που σπιθίζει στα ανηφόρια, και στις ξερολιθιές καθώς γυρνάμε οι ώρες για να βρουν την ποθητή τους θέση.
Κεραυνοβόλος Ήλιος, την άγρια μέρα, μέρωσε και ασέλγησε στων λουλουδιών τα πέταλα, εκείνα που αλλάζουν χρώμα, όταν σταγόνες τα τυλίγουν μυρωμένες.
Χορεύοντας εκστατικούς χορούς, κυλίστηκε ο Απόλλωνας, μέσα στο δάσος το πυκνό, του σκοτεινού κισσού στεφάνη πλέκοντας, με άγριες μέλισσες, να φέρνουν νέκταρ, για να τυλίξουν με μετάξια, τα κέρατα του Κάρνειου.
Η μαγεμένη πόλη έχασε την παρθενιά της, μέσα στα γλεντοκόπια των Σατύρων, πρώτος να σέρνει τον χορό ο Σειληνός, και πίσω του μαινάδες, τρελά χοροπηδώντας, ημίγυμνες, προκλητικά το στήθος τους να δείχνουν στον θεό.
Στη γονιμότητα τραγούδι έγραψε, την βελουδένια λύρα καθώς χάιδευε ο Ορφέας.
Γιατί εξαγνίστηκε, μόλις που γύρισε απ το ταξίδι του στον Αδη, την Ευρυδίκη να απαντήσει.
Κοινοί θνητοί, ως πότε βροτοί θα μένετε μέσα σε τούτο το ερωτικό πανδαιμόνιο;
Πέτα ψυχή μου ανάλαφρα, σπάσε το χρόνο, και τις αλυσίδες σκόρπα, είναι ο θεός στο κάθε βήμα και στο κάθε βλέμμα.
Ξυπόλητη να αρχίσεις, σε μονοπάτια κακοτράχαλα, με πέτρες κοφτερές τα πέλματα να σκίζουν, και στην ροή του Σκύρα, να ακουμπήσεις, να πλύνει τις πληγές σου με τα αέρινα νερά του.
Γονατιστή αδέσμευτη ψυχή μου, το σύμπαν το δικό σου προσκυνώντας, φωτιές να βάλεις και οι άλλες οι ψυχές ν΄ ακολουθήσουν, τον δρόμο τον σκληρό, που ίσια στο φως μας οδηγεί.
Σέρνοντας, στης μητέρας μας την μήτρα να χωθείς, και αέρινη περνώντας υποχθόνιους διαδρόμους, απ την Γαλακώ κινώντας, ουρανό θα συναντήσεις βγαίνοντας.
Μέλι και γάλα, μήτρα και στήθος, θα σε περιμένουν ΕΚΕΙ.
Το άπειρο του Γαλαξία ακολουθώντας, είσαι στον δρόμο ίσια στην ψυχή του Πλάστη την αιώνια να ακουμπήσεις.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ  1105=7 (εσύ)
6/5/2013=6/5/6=8 (εγώ)

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Ο δωδέκατος αμέθυστος.

Αφουγκράστηκα τους ήχους μιας ψυχής, μιας αθάνατης ψυχής πεθαμένης όμως.
Απόλυτη σιωπή, ούτε η θάλασσα γουργούριζε, θρονιασμένη καθώς ήταν εκεί στης προσμονής την ικεσία.
Μόνο τα δάκρυα καθώς κυλούσαν έσκουζαν σπαρακτικά, και μόνο εγώ τα έβλεπα.
Ούρλιαζε το βιβλικό θηρίο Λεβιάθαν, μου κύκλωνε την ψυχή, παντού σιωπή.
Άπλωσα το χέρι  μου, δεν τα σκούπισα όμως, τα άφησα να κυλάνε ουρλιάζοντας.
Ξεχώριζα ήχους, φθόγγους, λέξεις, προτάσεις,  προσμονές,  επιθυμίες.
Το «λάλον» δάκρυ, χείμαρρος που μιλούσε μέσα από την σιωπή, και μετά χάνονταν στην θάλασσα. Γέμισε η θάλασσα δάκρυα και έγινε αλμυρότερη.
Δεν το σκούπισα, είναι η αγάπη δυνατή, στα μονοπάτια που διαβαίνουν οι ψυχές μας.
Δεν τα σκούπισα, είναι ο έρωτας θεός στα ακρογιάλια, που του Ήλιου τα γυρίσματα φλερτάρει.
Δεν τα σκούπισα, είναι ο θάνατος, σκοπός στις λεωφόρους της ζωής μας.
Γυρεύω μια μετωπική, αν γίνεται χωρίς τον κρότο.
Δεν θέλω θόρυβο με τζάμια κρύσταλλα και λαμαρίνες.
Εκεί στο αντίθετο, να δω τα μάτια του θηρίου, να μετρηθούμε ίσια, χωρίς θορύβους.
Στο αντίθετο, το φως να με τυφλώνει, το νήμα που με δένει με τον άλλο, να γίνει αγωγός και να μου φέρει, την αγωνία και την διάθεση του να γλυτώσει.
Δεν τα σκούπισα, συνέχισα να τα διαβάζω, να ακούω ήχους της σιωπής τους.
Χθες έκλαιγες εσύ, και μίλαγες χωρίς μιλιά, τα άκουγα εγώ και μου άρεσε, τα λόγια της σιωπής σου να χαϊδεύω.
Σήμερα έκλαιγα εγώ, όχι αναμνήσεις ούτε του μυαλού παιχνίδια.
Ήρθε η σειρά μου, για να κλάψω, τα δάκρυα κύλισαν στην θάλασσα και έγιναν βάλσαμο, για να γιατρέψουν της ψυχής σου τις πληγές, και τις ψυχής μου να διορθώσουν ότι άχρηστο υπάρχει.
Είδα τα δάκρυα σου άκουσα τον ήχο τους, γιατί ήταν για σένα.
Δεν είδες τα δικά μου, δεν άκουσες τα λόγια τους γιατί ήταν για μένα.
Δεν σκούπισα τα δάκρυα, γιατί το ξέρω, πως θα στερέψουν μόνα τους σαν κλείσουν το σκοπό τους.
Με έτρεξε η μοίρα με έναν Άγγελο να με οδηγεί, εκεί που ο χρόνος παύει να υπάρχει.
Μαζί θα κλαίμε, το χθες και το αύριο του κόσμου δεν υπάρχει.
Όσοι τους ήχους της σιωπής ακούμε, νικήσαμε τον χρόνο.
Το ανώτερο το φτάσαμε, το αγγίξαμε, για άλλους ανύπαρκτο, ούτε και λέξη δεν υπάρχει να γραφτεί για αυτό. Τόσο μεγάλο είναι.
Περνάει της αγάπης τα μονοπάτια, στου έρωτα τα ακρογιάλια που τα φλερτάρει ο Ήλιος.
Περνάει ακόμα και του θανάτου τις λεωφόρους, καθώς γυρεύει την μετωπική.
Τώρα το ζούμε και το ξέρουμε, και θα το φτάσουμε στο τέλος.
Θα το τολμήσω όνομα να δώσω υπαρκτό μεγάλο, το πρώτιστο για όσα υπάρχουν και για όσα δεν.
Το λένε ΧΑΟΣ, και είναι η γλώσσα και η ουσία του Θεού, είναι το Παν και το Όλον.
Γι αυτό τα δάκρυα δεν τα σκούπισα, ήθελα να κυλήσουν να χαθούν στο σύμπαν, να δω αν θα γυρίσουν από τα μάτια μου να τρέξουν. Και έγινε.
Γι αυτό δεν ζέστανα το παγωμένο χέρι, ήθελα να μείνει ακίνητο νεκρό, να δω τη δύναμη που έχει ο θάνατος.
Γι αυτό δεν ανατρίχιασα, σε ότι μας καλεί κάποιες φορές το σώμα, να δω μπορεί ο έρωτας να προσπεράσει.
Πάντα θα ψάχνω το μετά, βρήκα την δύναμη του χάους.
Όλα σε εκείνο αναφέρονται.
Ακούω σιωπές, και νοιώθω αύρες, γεύομαι λέξεις, αγγίζω μάτια, μυρίζω χρώματα.
Δεν με χωράει της αγάπης το σεντόνι.
Αύρες του έρωτα με συνεπαίρνουν, καθώς το σώμα μου αφήνω να πλανιέται σε ταξίδια.
Οσμές θανάτου, με κερδίζουν καθώς την νύχτα, σε άλλους κόσμους μάχες δίνω σε σκοτάδια.
Ένας «Πολεμιστής του φωτός», τα νήματα της Ένωσης κρατά.
Και η Ένωση αυτή, ποτέ δεν θα διαλύσει, έχει δεσμούς αόρατους που μόνο δυο γνωρίζουν να τους λύσουν.
Θέλω τα θέλω σου, θέλω μια ταύτιση απόλυτη,
Ζητώ να μάθω πως μπορούν να γίνουν ένα δυο ψυχές,
Μπορώ να «ζω» στο χάος.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
29/4/2013=21=3(Τριάδα)

ΥΓ
Τίποτα δεν είναι τυχαίο

Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Έρωτας


Στου φεγγαριού το φως το μυρωδάτο,
βλέπω το χρώμα των ματιών σου να μου γνέφει.
Τα μάτια αυτά μοναδικά να φέρνουν την Σελήνη στην αυλή μου.
Τα χείλη κόκκινα, όλο φωτιά, αλλά και αγγέλλου, χάδι τρυφερό συνάμα.
Τι να σκεφτώ, χάνεται ο νους, και τρέμει ανήμπορο το σώμα,
Πώς να αγγίξεις αύρα αγγελική…
Πώς θεϊκά, τα χέρια και τα χείλη, το τρυφερό λουλούδι να μυρίσουν.
Να στρώσει η ψυχή σεντόνια μεταξένια, ν ανοίξει δρόμο ουράνιο, μαγικό
Τότε, αστέρια και διαμάντια, θα γίνουν ένα, τέλεια και απόλυτα,
όπως αξίζει στου έρωτα θεού την ποθητή λατρεία.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
26/4/2013