Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Εφτού ζυγιάζονται αετοί

Και να, ευωδιαστός  αέρινος χείμαρρος, ξεχύνονται οι Νεράιδες από το Σταυροδρόμι, που βρίσκονται τα ανοιξιάτικα βράδια, για να στήσουν χορό στα αμπέλια, και με τις ευλογίες του Βάκχου να τρυγήσουν το φθινόπωρο, τους ζουμερούς καρπούς, που θα μετουσιωθούν σε ευλογημένο κρασί.
Τότε θα ζωντανέψουν τα πατητήρια, από τα χοροπηδήματα των Σατύρων, στον ξέφρενο ρυθμό του τραγουδιού των Μαινάδων, με την συνοδεία του μαγικού αυλού του Ορειάρχη Πάνα, τα κουδούνια των γιδιών, από την κορυφή στο Κοτρωνάκι και τα βελάσματα των προβάτων από τα Σπηλιακάκια.
Κατρακυλούν οι Νύμφες, στην Όρειαχα, χαϊδεύοντας τις νερομάνες στη Λίμπα, τον Χαζανά και τα ρυάκια, που ξεθαρρεύουν και μετατρέπονται σε νάματα.
Τα νερά ερωτεύονται το χώμα, που βγάζει θεϊκές ουσίες και ανασταίνει τους σπόρους στα περιβόλια, ενώ πλημμυρίζουν με καρπούς οι  Ώρες, την δοξολογία του περιβολάρη.
Καυχιέται ο Ηρακλής, που έπιασε τόπο το ταξίδι του στις μακρινές Εσπερίδες, και βρήκαν κατάλληλη αγκαλιά τα πορτοκάλια στις Αμμουδάρες, ενώ σα να ντρέπεται η Εύα, επειδή τα μήλα ξεπέρασαν την ρετσινιά, με συντροφιά τα καρύδια στους Απεράτες τα κάστανα στις Λάκες, και τα μύγδαλα στις Μάντρες της παλιάς Καρυόπολης.
Αγαλλιάζει η μάννα Δήμητρα, που ακούει τα ρόδινα γέλια της Περσεφόνης, καθώς τυλίγεται με μυρωδάτα αγριολούλουδα, χορεύοντας μέσα στα στάρια στις Λούρες.
Ημερεύει, με το φως, και ονειρεύεται την Κόρμπα την φοράδα, να γυρνά γύρω-γύρω σταΑλώνια, σαν τον Διγενή, στην αιώνια μάχη με το σκοτάδι, που το λιχνίζει ο πουνέντες.
Ο ίδιος αέρας θα φουσκώσει τα πανιά του ανεμόμυλου, και οι οξύθυμες μυλόπετρες γρυλίζοντας ηδονικά, μέσα από χιλιάδες εκρήξεις θα γεμίσουν, με γόνιμη γύρη τη ζωή.
Συνεχίζει να κτυπά με το δόρυ, που η αιχμή του φτάνει στα έγκατα του Λαβύρινθου, τους βράχους, η σοφή θεά της Αθήνας, στις Πλαγιαδάρες και τα Δημητρούλια, που χωρίς δισταγμό γεμίζουν ασημόφυλλες ελιές.
Καρποφόρος και ζωοδότης στρατός, που κάπου κατηφορίζει, αλλού ανηφορίζει, όμως πάντα βρίσκεται σε εγρήγορση οχυρωμένος στους Πύργους, που κατεβαίνουν από τον αιώνιο Λόγο στον Ουρανό.
Με τις Μούσες να δίνουν το σύνθημα, όταν έλθει η εποχή της Γέννησης, ξεκλειδώνονται τα Λιοτρίβια,και προσφέρουν, τον καπνό θυμίαμα, από τους βωμούς των καμινάδων, στην ετήσια θυσία-εορτή, που ανακυκλώνεται στα Γυρίσματα του χρόνου.

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Αναλαμπές Ωρίωνος

Αγριεύω και αγριεύομαι, την κούφια ώρα που θρηνεί, και βλαστημάει
Ακροβατώ σ’ έναν καθρέφτη, που μισεί τα είδωλα, γι αυτό και σπάει.

Βασανίζω και βασανίζομαι, σε τοίχους που ποθούν ζωή να γίνουν
Βάρβαρα χρώματα πλαστά, σκόρπιες εικόνες δικαστές, με κρίνουν.

Γκρεμίζω και γκρεμίζομαι, στο παρελθόν σας χάνομαι χωρίς ρυθμό
Γυρεύω στα ερείπια μάταια, δεν βρίσκω διεύθυνση, δεν έχω αριθμό.

Δαμάζω και δαμάζομαι, άνισα σε στημένους καλπασμούς στοιχηματίζω
Δράκοι τα όνειρα φωτιά, βάφουν το νου, σκοτώνουν την ζωή με γκρίζο.

Εγείρω και εγείρομαι με σεβασμό, μπροστά στο θείο, το δικό μου ένα
Ελευθέρα πετά και κόβεται, φάγετε πάντες μένει ατόφιο και σε μένα.

Ζυγίζω και ζυγίζομαι, σε λέξεις σύνθετες, μισό τους ψέμα το καλό
Ζαλάδες  άγευστες, με τρύπια ηθική, άκομψα στροβιλίζουν το μυαλό.

Ηδονίζω και ηδονίζομαι, χωρίς του μέτρου τα φτιασιδωμένα  πρέπει
Ημερωμένα μου θηρία, πάθη μου υλικά, γεμίζει  μελωδίες η Ευτέρπη.

Θυσιάζω και θυσιάζομαι, τα κύτταρα μου μάταια γυρεύουν λυτρωμό
Πεθαίνουν τα παιδιά μου, η λήθη σήκωσε μαύρα πανιά στον γυρισμό.

Ιδρύω και ιδρύομαι, σε αποικίες μελισσών, σε δρόμους μικροβίων
Ιστιοφόρα ναύλωσα,  σε δόγματα  ωκεανούς, ισχνές μορφές αγίων.

Καρφώνω και καρφώνομαι, καταραμένα τα καρφιά, σε ξύλο τίμιο
Κρατώντας τις παλάμες ανοιχτές,  έλεος δίνω στον κάθε  δήμιο.

Λαξεύω, και λαξεύομαι, σπάνε οι βράχοι με τη φλόγα της ρομφαίας
Λεχώνα η πέτρα μου γεννάει αγάλματα, που δίνει όψεις ο Μορφέας.

Μοιράζω και μοιράζομαι, όπως ο κλέφτης στον αέρα ταξιδεύει
Μητέρα αγκαλιάς, και μάνα της τροφής, λίγη αγάπη με παιδεύει.

Νυμφεύω και νυμφεύομαι, μωρές παρθένες δένουν τον πλανήτη
Νεράιδες της φωτιάς ανάβουνε, βραδύκαυστα φιτίλια δυναμίτη.    

Ξορκίζω και ξορκίζομαι, ότι γεννιέται από λάθος μ ένα βλέμμα
Ξέβαψε ο μαβής χιτώνας μου, και φαίνεται στο χρώμα του το αίμα.   

Οργώνω και οργώνομαι, στα μολυσμένα της Λερναίας Ύδρας έλη
Ονειροβάτης, στόχος ανοιχτός, με Ηράκλεια δομή στα κρύα βέλη.

Παράγω και παράγομαι, σπέρνω θεσμούς διοίκησης, θερίζω εξουσία
Παράπονα τα οράματα του νου, για τους πολλούς δεν έχουν σημασία.

Ραντίζω και ραντίζομαι, στα νάματα του Ιορδάνη και της Κασταλίας
Ρομαντικά γυρεύω στο στερέωμα, διάφανο κόκκο στείρας παραλίας.

Στολίζω και στολίζομαι, τις νύχτες που το φως δειλό κιοτεύει 
Τότε που το φεγγάρι προδομένο,  συλλαβιστά τον ήλιο ικετεύει.

Τεντώνω και τεντώνομαι, σε πέτσινες χορδές βουβής κιθάρας
Τόξο και βέλος συγχορδία λα, συνθέτουν το κυνήγι της δεκάρας.

Υπηρετώ και υπηρετούμαι, λεύτερος, σ’ άγριους χρόνους χαλεπούς
Υποτελείς υποκριτές ας κρίνουνε, με φοβισμένο βλέμμα αλεπούς

Φωτίζω και φωτίζομαι, στο άνοιγμα της μέρας που αργά αλλάζει
Τις ρίζες του χώνει βαθειά το φώς, σκάβει την Γή το χώμα σφάζει. 

Χωρίζω και χωρίζομαι σε δύο κομμάτια, μία ψυχή και ένα το σώμα
Χαρίζει μπλε ο ουρανός στη θάλασσα πρωί, ο ήλιος βιολετί το γιόμα.  

Ψυχώνω και ψυχώνομαι, μέσα στις νύχτες που μου κλέβουν τη ζωή
Ψυχρά τα βογγητά και η ανάσα μου, όσο κρατώ την φλόγα ζωντανή .

Ωραιοποιώ και ωραιοποιούμαι, για να’ χει το ταξίδι αίσθηση θεατρική
Ώριμο στην αρχή γεμάτο χρώμα. Ωχρή στο τέλος μια αυλαία νεκρική.

Στιγματίζω και στιγματίζομαι, σε ένα κενό, σε ένα φώς φυλακισμένο
Στιγμές του χρόνου στάχυα άκοπα, κι αφήνουν το χωράφι θερισμένο.
 
Κολάζω και κολάζομαι, μνήμη  ζωή και θύελλα μαζί, φλασκί του Αιόλου
Καράβι φάντασμα το όνειρο, με μπάρκο εικόνες εφιάλτες του διαβόλου.

Διγαμικό μονόγραμμα, ο έρωτας λευκός χρυσός της αύρας δαχτυλίδι  
Δυό γέννες σε μια φύση ο άνθρωπος, δίπλα ο θεός, ορίζουν το ταξίδι.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
21/4/2014=14=5 

Παρασκευή 18 Απριλίου 2014

Ευ-χή, ο καλός θεός.

Αν είναι οι ευχές χρυσός, στον ήλιο θα γυαλίζουν
Γιατί δεν λάμπει μάλαμα, όταν δεν το φωτίζουν.

Αν ήταν λούλουδα της Γής, με άρωμα και χρώμα
Θάθελαν μια σταξιά νερό, και μια χούφτα χώμα

Αν είναι συναισθήματα, σε μια ζεστή  φωλίτσα
Πετούν μόνες και χάνονται όπως μια πασχαλίτσα

Είναι αστέρια οι ευχές, και χωρίς ήλιο πιάνουν
Δεν θέλουν χώμα και νερό, φροντίδα δεν γυρεύουν
Είναι λουλούδια της ψυχής, που μένουν να γλυκάνουν
Όσα κακά και δύσκολα, άλλες ψυχές παιδεύουν.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
18/4/2014=20=2

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Θεός εις, η βροτός τις.

Τα θέλω μου σκοτώνω στην πορεία  
Με τρόπους ακαθόριστους αισχρούς
Σε τόπους μακρινούς μόνιμη εξορία     
Δρόμους να μην θυμούνται η εχθρούς

Στον κόρφο μου θηλάζουν αντί γάλα
Πικρής χολής, εκχύλισμα θανατικό   
Ποτέ δεν πρέπει να γεννούν μεγάλα
Είναι επικίνδυνα,  μείγμα  εκρηκτικό

Κι αν κάθε δήμιος θα σπέρνει δόντια
Τους δράκους θα θερίζω στα τυφλά
Ας  γίνουνε τα θέλω μου γερόντια
θα πάψουν να φυτρώνουν τα διπλά

Μια Μήδεια, που πνίγει τα παιδιά της
Και φεύγοντας ζητά να λυτρωθεί
Μια μοίρα που χαϊδεύει τ’ αχαμνά της
Γρυλίζοντας  «να πάει να γαμηθεί»

Δεν έχεις δόρυ, θώρακα, κι ασπίδα
κάμπο να πολεμήσεις, ούτε χάρη
έκαψε νύχτα ο Αιήτης την Κολχίδα
και πούλησε το δέρας, σαν τομάρι.

Υπάρχει όμως ένας φάρος, μέσα σε κάθε σκοτεινή νύχτα!
Αυτός που διατηρεί το φως μέχρι την Ανατολή!
Κάποια στιγμή, το φως γίνεται σπίθα, φωτιά, πυρκαγιά,
καψαλίζει το δέρμα της υποκρισίας,
μαυρίζει τα χρυσόμαλλα είδωλα της εξουσίας ,
λαμπαδιάζει τις αγορασμένες δάφνες των δυναστών,
ζεσταίνει την Λάα*  ύπαρξη Μας,                
(*φωτεινή, ουράνια, πέτρινη)
πυρακτώνει την Χάα** ψυχή Μας,              
(**θεϊκή)
καίει την νύχτα, και ανασταίνει τα θέλω Μας!
ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
16/4/2014=18=9