T άνθη τ’ αμύριστα, δειλά σε βράχους που
φωλιάζουν,
δεν
νοιάζονται για το βοριά, χατίρια δεν γυρεύουν.
Ούτε
λυγίζουν στην βροχή, στο χιόνι δεν τρομάζουν,
και μένα
θράσος περισσό την νύχτα κοροϊδεύουν.
Τ άνθη τ’
απότιστα, δειλά σε πέτρες που φυτρώνουν,
δεν γύρεψαν
ποτέ νερό, πυξίδα δεν χρειαστήκαν.
Μοναχικά την συντρόφια, με ήλιο τη φορτώνουν,
στου βράχου
μια μικρή σχισμή, απ τον αέρα μπήκαν.
Τ άνθη τ’
αμάραντα , δειλά σε πέτρες που λυγίζουν,
δεν τα
τρομάζει ο χιονιάς, ούτε στο κρύο σκύβουν.
Ξέρουν
μονάχα ευωδιά, και χρώμα να δωρίζουν,
για αυτό
μένουν αιώνια, τα δάκρυα τους κρύβουν.
Τ άνθη τα
πέτρινα σκληρά, μα καθαρά και ωραία,
δεν θα
βρεθούν ακούραστα, δεν θα φανούν τυχαία.
Χρειάζεται
ενέχυρο ζωής, δεν φτάνει το μοιραία,
Γιατί ριζώνουν
σε γκρεμούς, κ έχουν ψυχή αρχαία.
ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
7/11/2014=16=7