Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Δεκαπεντασύλλαβος

Ανάγλυφη ταφόπετρα, χορταριασμένη φήμη,
Θερμοπηγή το Σιλωάμ, ξεθωριασμένη μνήμη.

Εξάψαλμε το μέτρο σου, λάδωνε το καντήλι,
η Σκύλα και η Χάρυβδη, σφραγίζανε την πύλη.

Με το φιτίλι άκαυτο, πρωτόγεννη φοράδα
ρυθμίζει εκκλησάρηδες, κομπάζει την ικμάδα.
 
Αραχνοΰφαντοι  ιστοί  με φυσικά στοιχεία,
νους και ψυχή αυτόματα διέπραξαν μοιχεία.

Σύνεργα ασχημάτιστα, ανάθημα στην Στύγα
Κρουνός αστέρευτος χρυσό, ανάθεμα στο Μίδα.

Ολονυχτίς στα κάτεργα, βρυχάται κούφιος ήχος,
ο αχός του πλαταγίσματος, κι αφήνιασε ο μύθος.

Στάση του χρόνου το νερό, στην κόψη της καρίνας
νεκρές οι ώρες με σκουριά, στιγμές στη λαμαρίνας.

Βάλτος η λίμνη πειρασμών, και το ποτάμι φίδι
σε καταρράκτη τάρταρο, φτύνει χολή και ξύδι.

Αλαλαγμός με κύμβαλα, στο πέρασμα του δράκου,
ανατριχιάζει απόκοσμα, βραχνή στριγκλιά κοράκου.

Δέκα και πέντε ενοχές, τριάντα θολές αιτίες,
Δέκα και πέντε συλλαβές, γράφουν χιλιετίες.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
22/8/2016=21=3

Γοργόνα

Μοιάζει η θάλασσα αγκαλιά νεραιδοστολισμένη
πλέκει ο αφρός τα όνειρα, βυθός η ειμαρμένη.
Οι βράχοι της προσκέφαλο, νανούρισμα το κύμα,
δεν αξιώθηκε κανείς να γράψει τέτοιο ποίημα.

Μια πριγκηπέσα όμορφη, καπεταναίων θρύλος,
την θάλασσα ερωτεύτηκε, και ζήλεψε ο ήλιος.
Έστελνε φλόγα ολημερίς, τον έρωτα να κάψει,
όμως του κάκου, η θάλασσα εξόρκιζε την άψη.

Κάθε που ο ήλιος φούντωνε μ ερωτική μανία,
μεγάλωνε της όμορφης, την θαλασσολαγνεία.
Μέρα και νύχτα στο νερό ήταν η πριγκηπέσα,
να μην καεί ο έρωτας, δεν είχε ο ήλιος μπέσα.

Ώσπου η νύχτα άπλωνε τα σκοτεινά σεντόνια,
κι ο θάνατος γονάτιζε, στα μαρμαρένια αλώνια.
Ορμήνευε απ τον ουρανό, τον έρωτα η σελήνη
σαν έπαιρνε την όμορφη, της θάλασσας η δίνη.

Το καλοκαίρι πέρασε, ο ήλιος πια δεν καίει
ένα κοχύλι μοναχό, σε κάποιο βράχο κλαίει.
Του έρωτα ανάμνηση, έμεινε στο χειμώνα,
μια πριγκιπέσα όμορφη που έγινε γοργόνα.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
22/8/2016=21=3

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

«Είναι φυτά τ’ ουρανού οι Έλληνες, και όχι της γης» (Πλάτωνας Τίμαιος 23 d – e).

«Δεν προήρχοντο από το σπέρμα, αλλά αντιθέτως το σπέρμα προήλθε από αυτούς» 
(Αριστοτέλης: Μετά τα Φυσικά, 7,30)
Μένω εδώ, σε ένα τρισδιάστατο τοπίο βαρετό.
Ένας ζωγράφος δίχως χρώμα, σε κακή στιγμή.
Μένω εδώ, σε ένα κιγκλίδωμα ατσάλινο φτιαχτό.
Ένας οπλίτης δίχως όπλα, σε ωραία παρακμή.

Μένω εδώ, σε ένα δωμάτιο στριμμένο σε χαρτί.
Μια Κυριακή, μια ακόμα δόση ποτισμένη ανοχή.
Μένω εδώ, σε μια παράγκα να ρουφάω τα γιατί.
Η κάθε μέρα δοκιμάζει, του μυαλού την αντοχή.

Έτσι λοιπόν, να υπνωτίζει η κλεψύδρα τον καιρό,
του κρεμασμένου ρολογιού μονότονο το πέρα δώθε.
Έτσι λοιπόν, το τίποτα γεννιέται σαν γλυκό μωρό,
μητρός αγνώστου γενικής, και κλητική ώ νόθε.


Αναρωτιέμαι, γιατί χθες στις παρυφές ενός βουνού,
ένοιωσα κάτι θα συμβεί, αλλάζει η θέα στη στροφή.
Αναρωτιέμαι, γιατί χθες με το γαλάζιο του ουρανού,
πίστεψα σ άγνωστους θεούς, με ιερό στην κορυφή.

Κάθομαι εδώ, κλώθω αργά τη δύναμη σ΄ ανέμη,
γύρω μου έρημος χαράς, τυλίγεται στο αδράχτι.
Κάθομαι εδώ, η ρίζα μου αυγουστιάτικο μελτέμι,
κορμός η θάλασσα, κοχύλια τα κλαδιά στο χάρτη.

Βρίσκομαι εκεί, στα νοητά με όρους οριζόντων,
εκεί, που σπέρματα φωτιάς έκρυψαν οι τιτάνες
Βρίσκομαι εκεί, στα όρια των λίγων επιζώντων
όσες διαστάσεις οι ψυχές, τόσοι και οι παιάνες.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
21/8/2016=20=2

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Πανσέληνος

Ίριδα μου γεμάτο φεγγάρι
μελιστάλαχτο ασήμι λιωμένο.
‘Έρωτα μου μαγεία και χάρη,
φεγγαρένιο κορμί λατρεμένο

Η πανσέληνος δίνει τη λάμψη
και ο πόθος τα μάτια μου καίει.
Έχει νύχτα δύο άστρα ανάψει,
ουρανός με την θάλασσα πλέει.

Φτερωτέ βασιλιά με τα βέλη
αν σημάδευες τώρα τον ήλιο,
Να σαστίσει, να μην ανατέλλει
τέτοια νύχτα να μείνει κειμήλιο.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
18/8/2016=26=8