Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

Άγιος Γιερός


Κατηφόριζε, σέρνοντας τα βαριά του βήματα μέσα στην νύχτα.
Μια νύχτα ερημική πρωτόγνωρη, για την πολύβουη πόλη, όμως δικαιολογημένα.
Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς, και όλοι περίμεναν τον νέο χρόνο, δηλαδή την ελπίδα. την ευχή για κάτι καλύτερο από πέρσι.
Αυτός ο άγιος γέρος με άσπρη γενειάδα, με ένα τριμμένο επανωφόρι που σκέπαζε το σκελετωμένο του κορμί, συνέχιζε τον δρόμο , που θα τον οδηγούσε στην μοναξιά του.
Η μοναξιά του ένα απάγκιο παγκάκι, κρεβάτι και στέγη μαζί στο δημοτικό πάρκο.
Όλα πάνω του εξαντλημένα, τα ρούχα, το σώμα, κορμοστασιά.
Το ακριβώς αντίθετο από τον γνωστό μας ευτραφή πλαστικό και εισαγόμενο.
Το μόνο που φάνταζε στο πρόσωπό του ήταν η φλόγα των ματιών.
Μια φλόγα ζεστή, που έβγαζε τεράστια δύναμη, μια φλόγα που δεν καίει, μια φλόγα όμοια με το άγιο φως.
Συνέχισε τα αργά του βήματα, πέρασε στο πάρκο και κατευθύνθηκε προς το κατάλυμα του.
Κακοτυχία ένας απρόσκλητος επισκέπτης, ένας καταπατητής της φωλιάς του.
Παρατήρησε καλύτερα, και μέσα στο ημίφως διέκρινε μια μικρή σιλουέτα, κουλουριασμένη, τυλιγμένη στα κουρέλια που είχε για ρούχα.
Ένα προσωπάκι χλωμό, βυθισμένο σε βαθύ ύπνο, έναν ύπνο που έμοιαζε θάνατος.
Κάπου την είχε ξαναδεί, μια ψυχούλα βασανισμένη, μέσα στις τόσες του σιναφιού του.
Όχι δεν ήταν παραμύθι, ήταν το κοριτσάκι με τα σπίρτα.
Ναι… ναι αυτό ήταν, την γνώρισε, και γνώριζε και το τέλος.
Θα ερχόταν η μαμά της να την έπαιρνε…
Πλησίασε, της χάιδεψε τα μαλλιά, την τύλιξε με τα κουρέλια του, και την σκέπασε με το σώμα του.
Με τα φλογισμένα του μάτια ξάγρυπνα περίμενε… και περίμενε... και περίμενε.
Επιτέλους η μαμά φάνηκε τυλιγμένη σε μια φωτεινή νεφέλη.
Στάθηκε δίπλα στο σιντριβάνι του πάρκου, και προσήλωσε την μάτια της στο παγκάκι.
Έβλεπε πότε τον γέρο άγιο, και πότε το χλωμό πρόσωπο του κοριτσιού.
Μια γλυκιά ζεστασιά αναπήδησε από την αύρα της, χαμογέλασε ευχαριστημένη και βούτηξε στα νερά του σιντριβανιού.
Ο άγιος γέρος έκανε το θαύμα του το κοριτσάκι με τα σπίρτα, δεν πήγε στην μαμά του.
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα δεν πέθανε…

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
24/12/2016=18=9 

Η τιμή


Με νομίσματα κλείνουνε μάτια,
και σταγόνες υγρό κεχριμπάρι,
σημαδεύουν κρυφά μονοπάτια,
για την ρότα του κάθε βαρκάρη.

Η τιμή της ζωής μας παιχνίδι,
διαφεντεύει το τίμημα κόπος.
Τα πλοκάμια γνωρίζουμε ήδη,
μα διαφέρει μονάχα ο τρόπος.

Ποιος δεν έκανε όνειρα μόνο,
με τη σκέψη να έχει τα πάντα.
Φυλακή να κρατάει τον πόνο,
να τιμά της χαράς ανδριάντα.

Στον ιστό δυνατά μπουσουλάμε, 
φιγουράρουν ανδρείες λεζάντες,  
μόνο μόστρα, η μούρη πουλάμε,
δανεικά καθρεφτάκια και χάντρες.

Ετικέτες barcode μηρυκάζουν,
κάθε δέσμη, ορίζει τα μέτρα,
οι αφίσες την σκέψη χαράζουν,
την πηγαίνουν σε άορνο πέτρα.

Οι καιροί τις στιγμές αγριεύουν
το βραβείο θαρρώ είναι ψέμα.
Οι τιμές στη ζωή περισσεύουν,
παγιώνουν το κρύο της βλέμμα.

Μα η ζωή μας πολύτιμο δώρο,
δοκιμές και παζάρια διαγράφει,
κάθε αλήθεια ονείρου για σπόρο,
σε σπορά στης ψυχής το χωράφι.

Οι καπνοί του ονείρου σκορπάνε,
μα η φωτιά που το γέννησε μένει,
έπαθλό μας καρδιές που χτυπάνε,
και διαλέγουν ζωή που ανασαίνει.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
24/12/2016=18=9

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Απόπειρες ελευθερίας

Τις άδειες νύχτες, που είμαι μόνος,
βαθιά με σκάβει, ο άλλος χρόνος.
Αυτός που καίει, με την καρδιά μου,
με γλύφουν φλόγες, νέα παιδιά μου.

Ψάχνω αιτία, και βρίσκω τοίχους,
σιωπή τριγύρω, δεν θέλω ήχους.
Διώχνω αγάπες μακριά και πάνε
ψάχνουν χαμένα, να προσκυνάνε.

Σε δέντρα γράφω, να καταλάβεις.
Χείλια να δίνεις, δόντια θα λάβεις.
Σκίζω τις λέξεις, σβήνω εικόνες,
κρύες οι νύχτες, άδειοι χειμώνες.

Το αφήνω κάτω, νοιώθω το χώμα,
Μαζεύω φύλλα, τα κάνω στρώμα.
Μου γνέφει η ώρα, και μου γελάει,
μετά δακρύζει, μα δεν μιλάει.

Κάπου θαμμένο, μες το μυαλό μου,
ένα συναίσθημα, έχω του δρόμου.
Τρέχω στο μέλλον, σαν ξεχειλίζει
κι άναρχους λόγους, μου ψιθυρίζει.

Μια βαφτισμένη άτρωτη φτέρνα,
τρωτή αγάπη, στέλνει για μένα.
Ήταν θαμμένη μέσα στη λάσπη,
του ωκεανού μου, σε μωβ ιάσπι.

Κι αν η καρδιά μου, καίει και βράζει
αν γεύση αλμύρας στα μάτια στάζει,
τα κρύβει μάσκα, και ξεγλιστράνε,
φτιάχνουν ασπίδα, τα βέλη σπάνε.

Μεταμφιέζω, νύχτες και μπόρες,
ντύνω χειμώνες, με θερμοφόρες.
Και επιστρέφω πίσω στο Δάντη,
την κόλασή του, σ’ ένα διαμάντι.

Όταν σε θέλουν, μόνο για σένα
γράψε στο τζάμι, κάτι από μένα:
Έτοιμος να σαι, μόνο για κείνους
όσους χαρίζουν φως από κρίνους.

Και κάτι ακόμα το τελευταίο
δειλός μην είσαι όποτε κλαίω,
σε μια κηδεία συναισθημάτων,
για τις ψυχούλες των ανιάτων.

Γιατί το γέλιο, κρύβει τον πόνο
Κρατά το δάκρυ για λίγο μόνο.
Σαν επιστρέφει, σε παρασέρνει,
κλαίει η αγάπη, και ανασαίνει.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
18/12/2016=21=3

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

Ενθάδε κείται…


Κάθε αγάπη που στραγγίζει στο κλαδί, κάθε σταγόνα στα διπλώματα του φύλλου,
Δάκρυ αγγέλου που φυλάει ένα παιδί, γλυκό νανούρισμα το τρίξιμο του γρύλου.
 
Κάθε ματιά που καθρεφτίζει ουρανό, κάθε στροφή στο πέταγμα της πεταλούδας,
ντύνει με χρώμα μενεξέ το δειλινό, στη νύχτα σαγηνεύει την κρεμάλα ο Ιούδας.

Κάθε ψιθύρισμα της θάλασσας στο νου, κάθε εικόνα που την γνώση διαφεντεύει,
ρεύμα που κρύβει την ορμή ωκεανού, γδέρνει το βράχο και εκτόνωση γυρεύει.

Κάθε κανόνας του μυαλού ενδημικός, κάθε ιδέα που ξεφτίζεται στην πράξη,
κυλά στο χρόνο κλέφτης επιδημικός, τα νεογέννητα παιδιά μας να σπαράξει.

Κάθε φορά που θα χαλιέμαι σαν αυτούς, να προσκυνά γλουτούς η λογική μου,
θηλάζοντας στους πρόστυχους μαστούς, θα στάζει με φαρμάκι η κριτική μου.

Κάθε που κάνεις την ομπρέλα σου πανί, οι καταιγίδες πια δεν σε τρομάζουν,
μετρά ο φλοίσβος των κυμάτων τη φωνή, και μουσική οι γλάροι θα χαράζουν.

Κάθε ανάγκη μας αιτία προσευχής, κάθε φλογίτσα μας στης νύχτας το σκοτάδι,
μοιάζει σταγόνα φωτεινής βροχής, ουράνιο σέλας γίνεται του καντηλιού το λάδι.

Κάθε φορά το κάλεσμα σε μια γιορτή, κάθε που μοιάζαμε τον ήλιο πορτοκάλι
ανατολή ζωγραφισμένη σε χαρτί, το βράδυ που άχνιζε στο τζάκι το τσουκάλι.

Κάθε αγκαλιά το ξύπνημα σε μια ψυχή, κάθε πετάρισμα στο μάτι προφητεία
μικρές νεράιδες που χορεύουν στη βροχή, κι οι σκέψεις ξωτικά σε αλητεία.

Το φως μου στον Ταΰγετο, κι ο σκοτεινός Καιάδας.  
Ενθάδε κείται ο Λέλεγας, Δαίμονες της κοιλάδας

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
9/12/2016=21=3