Οι αποθέτες του Καιάδα νοσταλγούνε, τη γνώριμη στριγκλιά κραυγή του λύκου,
φωνές λαλούδες, σαν ψαλμοί αντιλαλούνε, τα δειλινά που
γέρνουν, στο κορμί του.
Τα τρόχαλα με σεβασμό στο χρόνο, τα ριζιμιά με δέος στα φαράγγια ακουμπάνε,
και στην κορφή σε μαρμαρένιο θρόνο, λάμπουν γρανίτες και
με φως γεννοβολάνε.
Στα ύφαλα ο κολοσσός που ξαποσταίνει, και με γαλάζιο
τυλιγμένος και πορφύρα,
τα περασμένα που θαφτήκαν ανασαίνει, με επτασφράγιστη τη
λάβα στον κρατήρα.
Οι θηρευτές πυρρίχιο χορεύουν στην κοιλάδα, με την ματιά
δαιμόνων εν εκστάσει,
την αρετή τους μέθυσε του τάρταρου μαινάδα, κι αδυνατεί το μέλλον να διαβάσει.
Βουνά κυκλώστε την στεριά της Αφροδίτης, φτάνει ο καιρός
να αναδυθεί η κόρη,
Ήλιε γενάρχη να θεριέψεις την σπουδή της, να γίνεις φάτνη
να γεννήσει το αγόρι.
Στα άδυτα του νου ιεροφάντες ταξιδεύουν, σκόρπιες εικόνες
από μακρινή πατρίδα,
τις ικεσίες των βροτών με όνειρα μαγεύουν, του κυκεώνα
νυχτοβάτες σε κλεψύδρα.
Και η ψυχή του γαλαξία που μας θρέφει, σε κάθε χτύπο της
καρδιάς ανατριχιάζει.
Λέω πώς όταν οι νεκροί θα γίνουν βρέφη, τότε η σπείρα της
Ψυχής μας ησυχάζει.
ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
8/8/2017=24=6