Κρύβουν οι νύχτες του
ορίζοντα τ αγνάντια
Στέκουν οι μέρες, κυπαρίσσια
εν σειρά
πάρε ψυχή μου τα κουρέλια απ’ την κατάντια
πάρε ψυχή μου τα κουρέλια απ’ την κατάντια
και πλέξε υφάδι να περάσει η
συμφορά.
Ύφασμα πράσινο σκληρό
αποστειρωμένο
διαδικασία χειρουργείου,
ντύνει το κορμί
μοιάζει το σώμα με δοξάρι
τεντωμένο
τρέχει ζεστό το αίμα,
πλημυρίζει η στιγμή.
Περνούν ελάσματα στεγνά στις
αρτηρίες
η παγωμάρα καθρεφτίζει στην
ματιά
Κάθε παλμός ακροβατεί στις εμπειρίες,
τρέμει το γράφημα στα άψυχα
χαρτιά.
Οι ήχοι στάζουν σαν
βαρύγδουπες σταγόνες,
και στην οθόνη τα αγγεία
σπαρταρούν,
κυλούν νωχελικά λεπτά λες κι
είναι αιώνες,
τα παγωμένα χέρια προσευχή
εκλιπαρούν.
Κόμπος η ανάσα, κι ένα
βύθισμα που σβήνει,
κάθε σου λέξη στραγγαλίζει η
σιωπή,
κι οι σκέψεις να πετούν
μακριά σαν σμήνη,
από τον φόβο πως τελειώνει η
γιορτή.
Κι αφού περπάτησες μέχρι εδώ
με θάρρος
κοίτα ψηλά στου ταβανιού το
άσπρο φως.
Γι΄ αυτούς που αγαπάς
αλάφρυνε το βάρος,
όσοι σε νοιάζονται το
δείχνουν συνεχώς.
ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
1/9/2018=21=3