Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

Μαρία Νεφέλη

Σ ένα ταξίδι της ψυχής, χωρίς σκοπό και χάρτη,
σε δάσος ξένο  βρέθηκα, μια Κυριακή του Μάρτη.
Χαμένος απ την βλάστηση, χωρίς καμιά πυξίδα
Άδικα κύκλους έκανα, σ’ ότι έμαθα, και είδα.
Άμα ζητάς με την ψυχή, πάντα κάτι θα φέρει
γύρευα ένα ξέφωτο, και μού έστειλε  αστέρι.
γύρω του νάνοι, ξωτικά, φώτα, και νεραιδούλες
στη μέση δέντρο μαγικό, με φύλλα του καρδούλες.
Όλα χαρά προμήνυαν, αηδόνια και αγγέλοι
ουρανοκελαιδίσματα, γλυκά σαν την Νεφέλη.
Μόνο ένα μικρό πουλί, στην άκρη πονεμένο,
έμοιαζε νάναι φυλακή, κι ας μην ήταν δεμένο.

- Γιατί πουλάκι δεν πετάς, γιατί δεν κελαιδίζεις,
Μήπως σε πίκρανε κάνεις, και μόνο σου δακρύζεις.
-Άνθρωπος δεν με πίκρανε, οι νάνοι μ΄αγάπανε
Οι νεραιδούλες μου γελούν, τα ξωτικά με πάνε.
-Τότε γιατί μαραίνεσαι, γιατί σου τρέχει δάκρυ
Και στης αγάπης το δεντρί, κούρνιασες σε μια άκρη.
-Γιατί ένα κτήνος μισητό, με ζήλεια στους ανθρώπους
Μου ψαλιδίζει τα φτερά, μου καταργεί τους τρόπους.
Και να πετάξω δεν μπορώ, την ομορφιά να πιάσω
Χωρίς φτερά είναι σκληρό, πώς να το δοκιμάσω.
-Δοκίμασε πουλάκι μου, πίστεψε στα φτερά σου
Θα σου χαϊδεύω τα μαλλιά, θα ζω τα όνειρα σου.
-Παίρνω ζωή απ την πιστή μου, και αψηφώ τον πόνο
Κι απ την αγάπη δύναμη, ν αφήσω αυτόν τον κλώνο
Ν΄ αφήσω αυτή την φυλακή, στον Ήλιο να πετάξω
Να ζω σαν όλα τα πουλιά, και τα φτερά ν΄ αλλάξω
-Αγαπημένο μου παιδί, πουλάκι χαϊδεμένο
Με του θεού την θέληση, αλλάζει το γραμμένο
Πιστεύω φτάνει η στιγμή, να δέσουν τα κομμάτια
Και το χαμόγελο ξανά, θάρθει στα δυο σου μάτια.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
4/8/2014=19=10=1
αφιερωμένο στη Μαρία νεφέλη, για το βιβλίο της

Υπάρχει κάτι δεδομένο στους νευρώνες, και καθορίζει την πορεία καθενός,
μια πελατεία ανυπότακτοι θαμώνες, με απαιτήσεις διάφορες του μηδενός.
Βγαίνουν στον δρόμο σαν ξυπόλητη αγέλη, κι εκείνος χάνεται χωρίς επιστροφή,
Μια συμμαχία του αδύνατου που θέλει, με την ουσία να βρεθεί στην κορυφή.
ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ

Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Διάφανες πεταλούδες!

Μια φορά και έναν καιρό, εκεί ψηλά -ψηλά στον Ουρανό, όπου δεν υπάρχουν ούτε οι πίκρες, ούτε ο πόνος- πετούσαν, παίζοντας οι δύο Ψυχές.
Ας τις ονομάσουμε Μικρούλης και Μικρούλα.
Αυτές ήσαν ελεύθερες εκεί, ένιωθαν τόσο καλά και χαρούμενα, έπαιζαν μεταξύ τους, ακτινοβολώντας αντί της γήινης γλώσσας ένα τρυφερό-τρυφερό γαλανόλευκο φως.
- Σ' αγαπώ!- άφηνε την ακτίνα του Ουράνιου φωτός η μια Ψυχή, ζεσταίνοντας με την αγάπη της την άλλη.
- Και γω σ' αγαπώ ακόμη πιο πολύ- άφηνε εις απάντηση την δική της ακτίνα του φωτός η άλλη Ψυχή, ζεσταίνοντας με την αγάπη της την πρώτη.
- Εγώ σ' αγαπώ πιο πολύ!
- Όχι, εγώ σ' αγαπώ πιο πολύ!
Έτσι χαίρονταν αυτές χωρίς τα βάσανα, έχοντας στην διάθεσή τους ολόκληρο το Σύμπαν, πετώντας στα ατελείωτα πέρατά του με τρομερή ταχύτητα, ακτινοβολώντας παντού το φως: Σ' αγαπώ!
Οι Άγγελοι του Ουρανού χαμογελούσαν και χαίρονταν γι' αυτές τις δυο Ψυχές, που έπαιζαν αμέριμνες και απολάμβαναν την αγάπη μεταξύ τους.
Μια φορά η Ψυχή, που την έλεγαν Μικρούλα κοίταξε προς τα κάτω και είδε τον πλανήτη Γη.
- Μικρούλη! Τι λες, δεν πάμε εκεί κάτω να δούμε πως είναι;
- Όχι, δεν χρειάζεται, Μικρούλα! Καλά είμαστε εδώ. Εκεί κάτω θα χαθούμε και δεν θα είμαστε μαζί.
- Μικρούλη! Θέλω να πάω εκεί κάτω να δω πως είναι. Θα με αφήσεις μόνη;
- Άκουσέ με, Μικρούλα! Θα μας ποτίσουν πριν την ενσάρκωση με το νερό την Λήθης και θα δυσκολευτούμε πάρα πολύ να αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλον. Έτσι θα μπλεκόμαστε με τον κάθε τυχόντα με την κρυφή ελπίδα να βρούμε στο πρόσωπό του ο ένας τον άλλον και στο τέλος θα απογοητευόμαστε και θα βασανιζόμαστε. Μπορεί να μην βρεθούμε ποτέ και να περάσουμε όλη την γήινη ζωή ψάχνοντας ο ένας τον άλλον. Καλύτερα ας μείνουμε εδώ, Μικρούλα!
- Μη φοβάσαι, Μικρούλη! Ακόμα κι' αν δεν βρεθούμε εκεί κάτω- πάλι θα γυρίσουμε εδώ και πάλι θα βρεθούμε. Θέλω να δω πως είναι εκεί κάτω! Έλα, πάμε, Μικρούλη!
- Εντάξει, αφού το θέλεις τόσο πολύ -απρόθυμα απάντησε ο Μικρούλης- θα έλθω μαζί σου εκεί κάτω, αλλά να θυμάσαι- θα περάσει πάρα πολύς καιρός ως που να ανταμωθούμε και αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλον.
- Δεν πειράζει! Έτσι θα μάθουμε να αγαπάμε και να εκτιμάμε ακόμη πιο πολύ ο ένας τον άλλον,- είπε η Μικρούλα.
Οι Ψυχές του Μικρούλη και της Μικρούλας ήλθαν στον Άγγελο της Ενσάρκωσης.
- Θέλουμε να πάμε κάτω στην Γη.
- Το σκεφτήκατε καλά αυτό;- τους ρώτησε ο Άγγελος.
- Ναι. Αποφασίσαμε να πάμε κάτω και να δούμε πως θα είναι εκεί τα πράγματα για μας.
- Εντάξει τότε, ετοιμαστείτε για την ενσάρκωση,- τους είπε ο Άγγελος.- Ποιος από σας θέλει να γεννηθεί πρώτος; Ποιος θα κατέβει πρώτος κάτω στην Γη;
Ο Μικρούλης και η Μικρούλα κοιταχτήκανε, κάνοντας ο ένας στον άλλον την βουβή ερώτηση-ποιος;
- Εγώ θα κατέβω πρώτος- είπε ο Μικρούλης- αλλά εσύ Μικρούλα μην αργήσεις πολύ να έλθεις, μην μ' αφήνεις για πολύ καιρό μόνο μου εκεί.
- Εντάξει- του είπε η Μικρούλα- μετά από σένα και γω θα κατέβω αμέσως. Πήγαινε τώρα.
Ο Μικρούλης, κοιτώντας για τελευταία φορά την Μικρούλα, που για πρώτη φορά θα την άφηνε μονάχη, πλησίασε στενοχωρημένος τον Άγγελο της Ενσάρκωσης.
- Πρέπει να πιεις όλο το νερό της Λήθης- του είπε ο Άγγελος- θα ξεχάσεις τα πάντα- ποιος είσαι στην πραγματικότητα, ποια είναι η Μικρούλα σου, δεν θα θυμάσαι τίποτε πια, αλλά μέσα σου θα διατηρηθεί εκείνο το θολό αίσθημα του κάτι που ήταν παλιά και μ' αυτό το αίσθημα εσύ θα προσανατολίζεσαι εκεί κάτω στην Γη. Και τώρα πιες το νερό της Λήθης!
Ο Μικρούλης έριξε για άλλη μια φορά το βλέμμα του στην Μικρούλα, ρωτώντας την βουβά- να το πιω;
Πιες! - το ίδιο βουβά με το βλέμμα της του απάντησε η Μικρούλα- και γω θα πιω μετά από σένα.
Ο Μικρούλης ήπιε όλο το νερό και αμέσως ξέχασε τα πάντα- ποιος είναι, ποια είναι η Μικρούλα έγινε τελείως διαφορετικός, δεν θυμόταν απολύτως τίποτε.
Τον έριξαν κάτω στην Γη στην κοιλιά μίας μάνας που του διάλεξαν οι Άγγελοι από πάνω.
Λίγο αργότερα τα ίδια έκαναν και στην Μικρούλα. Και αυτή ξέχασε τα πάντα.
Μόνο ένα θολό αίσθημα έμεινε και στους δυο- το σημάδι του παρελθόντος, - αυτή η ακατανόητη φωνή, που κάποια φορά ψιθύριζε, και κάποια φορά φώναζε μέσα τους:
- Όχι! Δεν είναι αυτός! Όχι, δεν είναι αυτή! Μα που βρίσκεται ο δικός μου, Θεέ μου;!
Που βρίσκεται η δική μου, Θεέ μου;!
Από τότε πέρασαν πάρα πολλά χρόνια. Ο Μικρούλης και η Μικρούλα δεν κατάφεραν να βρεθούν, είχαν χαθεί μέσα στο ατελείωτο χείμαρρο της γήινης ζωής, συνάπτοντας σχέσεις με τους άλλους, με την τυφλή ελπίδα- μήπως τελικά είναι αυτός; Μήπως τελικά είναι αυτή;
Ο καθένας τους έχει κάνει την δική του οικογένεια και ανήκε πια οριστικά αλλού.
Είχαν χάσει την κάθε ελπίδα να βρει ο ένας τον άλλον στην Γη, απλά περίμεναν την ώρα της αντάμωσης στον Ουρανό για να πουν ο ένας στον άλλον τόσα πράγματα, που δεν χωράει ο νους.
Όμως οι Άγγελοι του Ουρανού αποφάσισαν να τους οργανώσουν την συνάντηση- και αυτοί τελικά συναντήθηκαν, αλλά όχι ελεύθεροι πια.
Τους άφησαν να δουν ο ένας τον άλλον μόνον από μακριά για να θυμηθούν εκείνα, που προ πολλού είχαν ξεχάσει μέσα στα βάσανα και τις δοκιμασίες της γήινης ζωής.

Αγνώστου

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Αλλάζει ο τόπος τον ορίζοντα… σβήνει τον χρόνο.

Το κομμάτι του ταξιδιού, το ορισμένο, με τις πέτρες που έριχνε πίσω της η Πύρα, για να γεννιούνται άνθρωποι, έρημο πια το περπατώ!
Στων Βρυσσεών το δήμο, εκεί που η τοξεύτρα Άρτεμις, με τους γυμνούς μηρούς, ελάφια κυνηγούσε.
Και να ευωδιαστός ο χείμαρρος, με πλημμυρίζει αναμνήσεις...
Η μαγεμένη πόλη η παλιά, η ερωμένη του ήλιου, η αρχαία..
στα δακρυσμένα της, τα  ερωτικά παιχνίδια με το ήλιο..
εκείνες τις στιγμές που την αφήνει....
για να την συναντήσει πάλι την Ανατολή....
Αλλιώτικος αυτός ο έρωτας ημερωμένος, στο ηλιοβασίλεμα κοιμάται η πεθαίνει...
Αλλά ξυπνά και ανασταίνεται με την Ανατολή...
Αγνός καθαρός φωτεινός....
Τόση αγάπη,..
Στου Τάλετον την κορυφή αγνάντι, με τ’ άλογα του Φοίβου αδάμαστα να χρεμετίζουν.
Και να αέρας ζωντανός, πηγή ζωής και ανάσας τιμωρία, σιρόκος, τραμουντάνα, η πουνέντες
το πατρικό μου, αρμενίζει στα πανιά του, με του πελάγου τον αφρό, με μανιασμένο κύμα…
Μάννα, μανία, μουδιασμένη ανατριχίλα.
Δεν έχει γράμματά εκεί να γράψω, με συλλαβές Πελασγικές μονάχα...
Μα οι συλλαβές δεν γράφονται, ψελλίζονται, θροΐζονται, σωπαίνουν…
Και σαν κελάηδισμα, δονούν τα χείλη,
Σαν τα φιλιά, που τρέμουν, καθώς του πόθου το θανατηφόρο αγκάλιασμα εξαϋλώνει..    
Και σαν κελάρυσμα σκοτώνουν,
σαν τις σταγόνες της δροσιάς, που χύνει ο Έρωτας, εκείνη την στιγμή που δεν υπάρχεις.
Κι άλλοι ακούν, το ψέλλισμα, το θρόισμα και την σιωπή….. οι αλαφροίσκιωτοι....
κι άλλοι σαρκάζουν... οι βαρυισκιωμένοι..
Μισοί-μισοί, κι αυτοί σαν το ταξίδι, σαν την ζωή, σαν τους ανθρώπους σαν τα πάντα...
Μπορεί και μάλλον έτσι είναι, σε αυτόν τον κόσμο μοναχά, να είναι τα μισά Ολόκληρα,
για να χει αιτία η μοναξιά να περισσεύει.
Εκεί λοιπόν, που το νερό ασταμάτητα δροσίζει και ξεπλένει, μ΄ άνεμου ανασαιμιές λεβάντες... 
Εκεί που δεν μιλάς, δεν βλέπεις, δεν ακούς,
Εκεί που δεν μυρίζεις, ούτε αγγίζεις, μόνο νοιώθεις!
Και με το νοιώσιμο, ορόσημο σελίδα στο βιβλίο, γράφει η αύρα που δεν σβήνει στον αιώνα...
Εκεί περπάτησα...
και το βιβλίο μου, σε σκοτεινή σπηλιά έχω κρυμμένο!
Για να το βρει μόνο η θεά, και στις σελίδες του να τυλιχτεί, η να το σκίσει!

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
30/7/2014=17=8

Υπάρχει..

Υπάρχει μια στιγμή, εκεί μέσα στην νύχτα…
Όταν φτάνει, και χαμηλώνουν τα φώτα, ανοίγει ο δρόμος για τον παράδεισο..
Υπάρχει ένας τόπος, εκεί μέσα στην θάλασσα…
Όταν φουσκώνει και πέφτει αέρας, ανοίγει της ψυχής μια χαραμάδα…
Υπάρχει ένα γεράνι, εκεί σε μια ξερολιθιά…
Όταν ανθίζει μαραίνεται η λύπη, και λάμπει το χαμόγελο του Ήλιου..
Υπάρχει ένας κόκκος άμμου, εκεί στην μαγεμένη Ασίνη…
Όταν τον χαϊδεύει το κύμα, γίνεται πεταλούδα και λούζεται στον αφρό…
Υπάρχει ένα αίσθημα, και το φωτίζει ο σταυρός του νότου…
Μα τον δρόμο για τον παράδεισο δεν βρίσκω…
Στης ψυχής την χαραμάδα δεν χωράω…
Το χαμόγελο του Ήλιου ξεραίνει τα χείλη μου..
Ο κόκκος της άμμου, θηλεία στον λαιμό μου…
Το αίσθημα μόνο ανάβει τα φωτά του δρόμου,
Φαρδαίνει την χαραμάδα, και φαράγγι την κάνει…
Του Ήλιου το γέλιο ζεστά φυλακίζει,
Λεβάντα ευωδιάζει το άοσμο κύμα..
Το αίσθημα μόνο κρατά αναμμένο του νότου το αστέρι….
ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
29/7/2014=25=7