Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

Γαλάζιο φώς

Σε ξύλινο τομέμ, γαλάζια χάντρα
σε ξόανο μισό, ζωή υφάντρα.
Στολίδι σε λαιμό, πολύτιμο πετράδι
ουράνιο μενίρ, σε κάθε χάδι.

Έσπασε ο χρόνος, το δερμάτινο
κόπηκε το κορδόνι το υδάτινο
κύλισε η χάντρα, κυκλική  πορεία
νέα, γαλάζια φωτεινή ελευθερία.

Με Αμαζόνα για ψυχή, πάλι στο δρόμο
Σφραγίδα αρχαία, και ένα νόμο.
Σε τέσσερεις ωκεανούς, όλοι σημεία
το πέμπτο μου εγώ, μια νηνεμία.

Μια ζωντανή ασπίδα, που καλύπτει
ρυτίδες σμιλεμένες από γλύπτη.
Μια σμίλη άσπιλη, του κάθε χτύπου
βορά για το σφυρί του λύκου.

Απίθανη ανάσα του θεού, η εκπνοή ανθρώπου
Το κρύο του φιδιού, η κάψα του μετώπου.
Επτά στοιχεία, τα αειθαλή στοιχειά αντιπαλεύουν,
οκτώ ζωές μου, έναν θάνατο λαθεύουν.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
8/10/2016=18=9

****
Έχει πολλές πιθανότητες, υπάρχουν κάποιες ομοιότητες φυσιογνωμικά.
Υπάρχουν οι "Αμαζόνες", που ίσως ήταν άντρες, (άντρας χωρίς γένια εύκολα χαρακτηρίζεται γυναίκα).....
Υπάρχει και ο θεός των Ινδιάνων, ο Μανιτού.
Manes = ψυχές πνεύματα, στα Λατινικά.....
Το σημαντικότερο η ομοιότητα στον χαρακτήρα (ανεξάρτητος, μαχητής, λιτός, ενάρετος, φυσιολάτρης).
Οι Λέλεγες, έχουν μεγάλες πιθανότητες, να είναι κοινοί μας πρόγονοι.
(trade mark : ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ)

****
Αρχαία η αρχέγονη ψυχή είναι η σωστότερη απόδοση.
Και μια και η ψυχή είναι μια, αγέννητη, και αθάνατη, μιλώντας για ψυχή εννοούμε απειροελάχιστο τμήμα (ψυχίδιο, αναλογικά με το σωματίδιο) της συμπαντικής ψυχής, που έχει βιώσει (ψυχώσει αναλογικά και πάλι) περισσότερες, και πολύπλευρες καταστάσεις.   
ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

Γκρίζο τοπίο μα όμορφες σκέψεις.

Η θάλασσα έφτιαχνε μωσαϊκό λαμπιρίζοντας τα μικρά κυματάκια της στο φως της μέρας που πρόβαλε απαλά φιλώντας τη νυχτιά που έφευγε.
Συννεφιά και η μελαγχολία της μέρας έφεγγε στη μπαλκονόπορτα του ξενοδοχείου.
Τα βουνά στον ορίζοντα μοναχικά καΐκια αφήνανε το περίγραμμά τους να γράφει σκιές ψηλώνοντας πίνακες στο υγρό τοπίο.
Μια δυό στάλες πέφτανε να τονίσουνε τη μουντάδα της μέρας μα τίποτε περισσότερο.
Δε θα βρέξει και ο δρόμος μας θα είναι καθαρός χωρίς πολύ ήλιο να μας πονάει τα μάτια.
Τρίτη πρωί, η έκθεση τελείωσε και μαζέψαμε τις ελπίδες μιας καλής σαιζόν στις βαλίτσες και αναχωρήσαμε ανάμεσα στις απαλές γραμμές της Αττικής.
Αυτοκίνητα , κίνηση, οδηγοί που τρέχανε να προλάβουνε, κυρίες με καπελάκια οδηγώντας προσεκτικά σα να βγήκανε από άλλη εποχή, και κάποιοι αθλητές στην Μαραθώνος αγκομαχάγανε να κερδίσουνε αποστάσεις με ιδρώτα.
Άνθρωποι στις στάσεις περιμένανε τη συγκοινωνία και άλλοι βγαίνανε και μπαίνανε στα μαγαζιά.
Εποχές περίεργες πια και απροσδιόριστες.
Τεράστια πολυκαταστήματα στη διαδρομή έχασκαν άδεια έρημα που κάποτε έσφυζαν από κόσμο που μπαινόβγαινε κρατώντας ψώνια και χαρά.
Άλλαξαν οι καιροί βιαστικά απότομα.
Οι άνθρωποι κρύβονται φυλάγονται , αραίωσαν την παρουσία τους .
Οι δρόμοι κάνουνε παρέα τα σκονισμένα δεντράκια στα πεζοδρόμια και τα καταστήματα περιμένουνε θλιμμένα….
Μπαίνοντας στην Αττική οδό το τσιμέντο γέμισε , ψήλωσε σα φυλακή και τα αυτοκίνητα τρέχανε βιαστικά να βρούνε την έξοδό τους να δούνε σπίτια κι ουρανό.
Στην εθνική γέμισαν νταλίκες που βαριανασαίνανε μη μπορώντας να προλάβουνε τα γιώταχί που προσπερνάγανε αναβοσβήνοντας τα φλας.
Θόρυβος , πολύς θόρυβος που πισωγύριζε και δυνάμωνε χτυπώντας στις γκρίζες πολυκατοικίες.
Και όσο περνάγαμε τις εξόδους της Αθήνας η κίνηση αραίωνε μέχρι που ήμασταν ένα αυτοκίνητο εδώ, ένα εκεί και από καμιά νταλίκα περίμενε να την προσπεράσουμε.
Ο δρόμος συνέχιζε κι έχανε μακρυά τη γκρίζα γραμμή του κι εμείς όλο και τρέχαμε να καλύψουμε χιλιόμετρα.
Γκρίζο τοπίο μα όμορφες σκέψεις.
Γυρνάγαμε στη βάση μας και αυτό δεν το αλλάζαμε με τίποτε.
Θεόρατα απόκρημνα βουνά μας χαιρετάγανε και μετά θάλασσα.
Και μετά το τοπίο το κρύβανε οι ακακίες καταπράσινες με τον καφετί καρπό τους. Καμαρώνανε στην άκρη του δρόμου ξέροντας την ομορφιά τους.
Τις κοίταζα όσο μπορούσα στη φυλλωσιά τους και τις χαιρέταγα σα νάξερα πως με νιώθουνε.
Μια ακακία είχαμε και στην αυλή στο πατρικό.
Οι ακακίες μας θυμίζανε την πατρίδα τη Σμύρνη και οι Μικρασιάτες είχαμε από μια ακακία στην αυλή να μας θυμίζουνε πως κάποτε ήμασταν αλλού σε ευλογημένα χώματα, εκεί που τα κόκκαλα των παππούδων μας μείνανε άθαφτα περιμένοντάς μας…
Αχ ακακίες με τα όμορφα άσπρα λουλούδια σας !
Αχ ακακίες στην άκρη του δρόμου…
Προχωράμε και η Εύβοια πρόβαλλε πελώρια , πανέμορφη καταπράσινη .
Τα χωριά της , οι κωμοπόλεις της αστράφτανε άσπρες κυράδες με τα κόκκινα κεραμίδια τους πάνω από τη γκριζογάλαζη θάλασσα.
Πόση κίνηση θάχουνε τώρα σκέφτηκα . Κόσμος πάει έρχεται, τρέχει να προλάβει.
Κόσμος που δεν φαίνεται από τόση απόσταση μα τα σπίτια , οι πολυκατοικίες στέκουνε στολίζοντας το πράσινο τοπίο.
Πόσοι από αυτούς που κοιτάζω τώρα προς τα εκεί, θα περάσουνε κάποια στιγμή δίπλα μας χωρίς να το μάθουμε.
Και ο δρόμος συνεχίζει ανάμεσα σε βουνά και πεδιάδες με καταπράσινες φορτωμένες καρπό ελιές , και στρέμματα ατέλειωτα με βαμβάκια και σιτάρια που κόπηκαν όσο προχωράμε προς Λάρισα.
Χωριά μικρά, μεγάλα, απλώνονται εδώ κι εκεί έχοντας στο κέντρο τους ψηλά καμπαναριά. Κάποτε περνάγαμε ανάμεσα σε πολλά από αυτά, μα τώρα ο δρόμος ακατάδεχτος μόνο σε ταμπέλες εξόδου μας τα ονοματίζει.
Θυμάσαι κάποτε στα Καμένα Βούρλα;Στο καφέ;
Πάει πια , εκεί μόνο οι αναμνήσεις μείνανε. Δε θα ξανακαθίσουμε στα παγκάκια δίπλα στη θάλασσα.
Οι εποχές…αχ οι εποχές πως αλλάζουνε τα πάντα !
Πως αλλάζουνε τη γλύκα την ανεμελιά για μιας ώρας δρόμο.
Λέω, να, λέω μια φορά να φύγουμε χωριό χωριό , παραλία παραλία να μη νοιαστούμε.
Να ξεχαστούμε στα καφέ και τα ταβερνάκια που θα βρούμε μπροστά μας.
Να σε κοιτάζω, να με κοιτάζεις, να σε αγκαλιάζω να χαιδεύω τα μαλλιά σου… να τρώμε γλυκά και να γεμίζουμε το στόμα σιρόπια , να γελάμε κάνοντας γκριμάτσες.
Να γελάμε… από πότε έχουμε να γελάσουμε.
Από πότε τα μάτια μας χάσανε τη λάμψη της χαράς μα σκοτεινιάσανε πασχίζοντας στα μισοσκόταδα της ανάγκης.
Μιζεριάσαμε το ξέρεις;
Περνάμε τα Τέμπη και δεν ξέρω αν τα ξαναπεράσουμε.
Τα τούνελ όπου νάναι θα παραδοθούν στην εθνική οδό και η Αγία Παρασκευή θα μείνει πάντερμη ανάμεσα στα πελώρια δέντρα, τα βράχια .
Η γέφυρα θα βλέπει τα θολά νερά του Πηνειού να κυλάνε βουβή σκονισμένη.
Άραγε ποιος θα πηγαίνει να ανάβει κεριά στα εικονίσματα.
Πως μας πονάει ο χρόνος που κυλάει τα θολά νερά του σαν τον Πηνειό !
Πως μα πως μας πονάει !
Πως αλλάζουνε όλα τόσο μα τόσο γρήγορα. Βιαστικοί καιροί και τα τοπία ξεχάστηκαν μαζί με τις αγκαλιές που δεν θα τις ξανανιώσουνε τα μοναχικά παγκάκια.
Όλα φεύγουνε κυλάνε στα θολά νερά του χρόνου που κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να κρύβουνε μέσα τους.
Θέλω να σ αγκαλιάσω. Να γευτώ τα χείλη σου , το άρωμά σου … μα δεν προλαβαίνω.
Δεν προλαβαίνεις κι εσύ. Κι έτσι γίνεται η φωνή κόμπος στο λαιμό και δεν βγαίνει.
Τα δάκρυα τα ξεχάσαμε και μαζεύτηκαν, γίνανε καρκίνος.
Άσε με να σου χαιδέψω τα μαλλιά να γιάνεις να γιάνω.
Έλα να κάνουμε το ταξείδι Αθήνα Βέροια πολλές ώρες, αμέτρητες.
Να μη μετράμε βιαστικά χιλιόμετρα, μόνο αγάπη να μετράμε. Φιλιά. Γέλια.
Πόσα παγκάκια Θεέ μου ερήμωσαν στις μικρές παραλίες.
Να , σου πήρα ένα κίτρινο τριαντάφυλλο να στο δώσω. Να ταξιδέψουμε μαζί.
Που είσαι. Δεν είσαι. Δεν… Πόσα δεν Θεέ μου!
Σ ένα παγκάκι ξεβαμμένο σε μια μικρή παραλία σκάλισα το όνομά σου όταν περάσεις να το δεις.
Και άφησα ένα κίτρινο τριαντάφυλλο για σένα.
Αν βιαστείς θα το βρεις στεγνό , μαραμένο μα θάναι για σένα. Βιάσου πριν το πάρει ο αγέρας και το πετάξει στα κύματα , το πάρει και φύγει.
Είναι εκεί το στίγμα μου , ένα κίτρινο τριαντάφυλλο.
Αθήνα Βέροια, χιλιόμετρα που βιάζονται .
Χιλιόμετρα, πόνος , και οι ακακίες βουβές ρίξανε τα λουλούδια τους μα ποιος θα το προσέξει.
Τα σιτάρια μαζευτήκανε και ο καπνός γέμισε τον κάμπο από τα καμένα χωράφια που θα οργωθούν , θα ετοιμαστούνε για την επόμενη χρονιά.
Τα βαμβάκια στον κάμπο της Λάρισας είναι έτοιμα για μάζεμα και οι χιλιάδες ασημοπράσινες ελιές θα δώσουνε καρπό.
Τα αυτοκίνητα θα τρέχουνε τον εθνικό δρόμο βιαστικά να προλάβουνε.
Και οι ακακίες στην άκρη του δρόμου θα μαραζώσουνε γιατί κανείς δεν θα τις κοιτάζει.
Οι ακακίες με τα λευκά άνθη…
Και μια μέρα το σκοτάδι θα τα σκεπάσει όλα.
Και η Αγία Παρασκευή θα ξεχαστεί για πάντα στην κοιλάδα των Τεμπών.
Τα κεράκια θα σβηστούν για πάντα κι εμείς θα έχουμε χάσει την αγκαλιά. Για πάντα.
Την αγκαλιά και τα γέλια στα μικρά παγκάκια. Εκεί στις μικρές παραλίες.
Ένα κίτρινο τριαντάφυλλο.
Το άφησα να το πάρει ο αέρας.
Να το δώσει στη θάλασσα .
Να σκορπιστούν τα πέταλά του εδώ κι εκεί με τις χαμένες ανεκπλήρωτες σκέψεις και ελπίδες.
Αχ μοναξιά !

Μιχαηλ Τσιτσος

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Βέλτιον θανείν άπαξ ή διά βίου τρέμειν. (Αίσωπος)


Σήκωσε η Κίρκη το ραβδί, και μίλησε η Πυθία
χρησμός ποτέ δεν θα βρεθεί, τα τείχη να γκρεμίσει.
Σκεπάζει σκόνη το μυαλό, σκοτείνιασε η Φθία
τι κι αν παλεύει και η ψυχή, το κάστρο να φωτίσει.

Τι κι αν φωτίζει ο Σείριος, τα όρια του Άργους
και φέγγει με αναλαμπές, το άλλο μας κομμάτι.
Αλλοίμονο σκλαβώνεται πάντα στους λωτοφάγους,
με άγκυρα τη λησμονιά, στο πουθενά του χάρτη.  

Και μένω πάντα ναυαγός, στης ξέρας την αλμύρα
ψάχνω απάντηση να βρω, μοντάροντας κουρέλια,
πώς φύγατε και από πού, ποια  λάθος ρότα πήρα
πώς έσπασαν αθόρυβα, του ονείρου μου τα ρέλια.

Ο ήλιος καίει πάνω μου, και η έρημος ανάβει
δεν θα πληρώσω την τιμή, η όαση μου δώρο,
Χάρη οι ναύτες τ’ ουρανού, το όραμα καράβι
ταξίδι βέλτιον εστί, τροχιά σ΄ άγνωστο χώρο

Περιπλανώμενος θνητός, βοσκός χωρίς κοπάδι
Με ιδρώτα κι αίμα ξεδιψώ, σε ερημικό λιβάδι.
Πέτρα που κατρακύλησε, γυρεύοντας μια σμίλη
με κάθε σφυροκόπημα, σβήνει κι ένα καντήλι.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
11/9/2016=20=2

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2016

Βράδιασε

Οι αρθρώσεις μου την νύχτα χαλαρώνουν
σαν λαστιχένιοι οι τένοντες μακραίνουν
μικρές φωνές, το άγνωστο πληρώνουν
και οι κλειδώσεις των οστών σωπαίνουν.

Κάθε τετράγωνο της πόλης μου, εστία
της πάλης μου τον κύκλο, συμπληρώνει
στο σκελετό μου σκόνη μούχλα υγρασία
μια νυχτερίδα, στη ζωή που καμαρώνει.

Άντρας γυναίκα έρωτας, ακμές τριγώνου,
αγκαλιασμένες σε παραδεισένια σφαίρα,
μοιάζει τρελό, στο άγγιγμα του οξυγόνου,
νοιώθω ατέλειωτη τη γη, μακριά τη μέρα.

Τρίβονται τα γρανάζια, σκουριασμένα
ο σκελετός στις διαδρομές αγκομαχάει
στα σκοτεινά, μιλούν τα χέρια πεινασμένα
γίνονται μάτια, και το βλέμμα ξεψυχάει
  
Στο απαλό τους άγγιγμα, γέλιο με χάδι
από το πρόσωπο μου αναβλύζουν.
Κάθε σταγόνα μια ευχή μες το σκοτάδι,
τα χέρια στην αγάπη δεν δακρύζουν.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
9/9/2016=27=9 

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Ωδή...

Που είναι το άστρο μου χαμένο ;
Μήπως είναι ερωτευμένο ή απλά με έχει ξεχάσει;
Σε ποιο σύμπλεγμα πλανιέται
Χαρωπό μα ξεγελιέται και πορεύεται αιώνια ;!
Πείτε του να μην ξεχάσει
Πριν τα μαρμαρένια αλώνια
Στον ορίζοντα να φτάσει !
Η ελπίδα μου φοβάται,
Ούτε τρώει ούτε κοιμάται
πως μου είναι θυμωμένο.
Δείξτε του ένα σημάδι
Να κινήσει και να έρθει
Γιατί θα χαθώ στο νότο...
Τι φοβάται, τι διστάζει ;
Δε θα μείνει πάντα αιώνιο
Ούτε εγώ να το προσμένω
Πρέπει να έρθει και να λάμψει !
Μέσα στα μάτια μου να μείνει
Με χαρά θα περιμένω την αυγή και το ξενύχτι!

[ Κ.Δ. "Αντί ποιήματα" ]

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Crescendum

Είμαστε εδώ, σκόνη από σπόρους αστεριών, στο χώμα.
Άσβεστο φώς μικρών κεριών, φάροι αυτόφωτοι ακόμα.
Προσκυνητές τα δειλινά, στον ήλιο πλέκουμε στεφάνια.
Τη νύχτα ιππότες φωτεινοί, στου ουρανού την επιφάνεια.

Εδώ, δυό κόσμοι ελλοχεύουνε, μέσα μας εν διαστάσει
Εκεί, το πρόσωπο σου ήξεραν, γνώριζαν το όνομά σου.
Εδώ, το παρελθόν και το παρόν μας έχουν αγκαλιάσει.
Εκεί, παίζουν τραγούδι ατέλειωτο, όρισαν τη σειρά σου.  

Εσείς και εγώ, δίδυμες φλόγες της φωτιάς του παραδείσου,
σε άλλο κόσμο κι άλλο χρόνο, καίει στη χώρα της αβύσσου.
Εσείς κι εγώ, δίδυμα κρύσταλλα που καθρεφτίζουμε το φώς
ασύμμετρα κομμάτια του καθρέφτη, κάθε λάμψη κι αδελφός.

Εσείς κρεσέντο εκρηκτικό, εγώ νησί από τύχη,
νοιώθω τη μνήμη να κυλά, σαν λάβα ηφαιστείου.
Κρεσέντο και η λύπη μου, γιατί αυτοί οι στίχοι,
είναι και μόνη αναφορά, εσώψυχου αριστείου.

Ξεσκίζω την σελίδα μου, το κάθε τι να λιώσω
Όμως ποτέ δεν σβήνονται, του ύπνου το ταξίδια.
Ούτε ποτέ θ΄ αγαπηθώ, να μ απελευθερώσω,
έτσι χαϊδεύω τις ψυχές, μ αδέσμευτα στολίδια.   

Δεν μπόρεσα τον έρωτα, να μου τον δώσω ρόλο
ούτε να κλείσω σε αγκαλιά, το άγγιγμα που πήρα.
Μόνο κρατώντας φωτεινό, στου ουρανού το θόλο,
το δίδυμο αστέρι μου, φώς στην κοινή μας μοίρα.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
24/8/2016=23=5

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Δεκαπεντασύλλαβος

Ανάγλυφη ταφόπετρα, χορταριασμένη φήμη,
Θερμοπηγή το Σιλωάμ, ξεθωριασμένη μνήμη.

Εξάψαλμε το μέτρο σου, λάδωνε το καντήλι,
η Σκύλα και η Χάρυβδη, σφραγίζανε την πύλη.

Με το φιτίλι άκαυτο, πρωτόγεννη φοράδα
ρυθμίζει εκκλησάρηδες, κομπάζει την ικμάδα.
 
Αραχνοΰφαντοι  ιστοί  με φυσικά στοιχεία,
νους και ψυχή αυτόματα διέπραξαν μοιχεία.

Σύνεργα ασχημάτιστα, ανάθημα στην Στύγα
Κρουνός αστέρευτος χρυσό, ανάθεμα στο Μίδα.

Ολονυχτίς στα κάτεργα, βρυχάται κούφιος ήχος,
ο αχός του πλαταγίσματος, κι αφήνιασε ο μύθος.

Στάση του χρόνου το νερό, στην κόψη της καρίνας
νεκρές οι ώρες με σκουριά, στιγμές στη λαμαρίνας.

Βάλτος η λίμνη πειρασμών, και το ποτάμι φίδι
σε καταρράκτη τάρταρο, φτύνει χολή και ξύδι.

Αλαλαγμός με κύμβαλα, στο πέρασμα του δράκου,
ανατριχιάζει απόκοσμα, βραχνή στριγκλιά κοράκου.

Δέκα και πέντε ενοχές, τριάντα θολές αιτίες,
Δέκα και πέντε συλλαβές, γράφουν χιλιετίες.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
22/8/2016=21=3

Γοργόνα

Μοιάζει η θάλασσα αγκαλιά νεραιδοστολισμένη
πλέκει ο αφρός τα όνειρα, βυθός η ειμαρμένη.
Οι βράχοι της προσκέφαλο, νανούρισμα το κύμα,
δεν αξιώθηκε κανείς να γράψει τέτοιο ποίημα.

Μια πριγκηπέσα όμορφη, καπεταναίων θρύλος,
την θάλασσα ερωτεύτηκε, και ζήλεψε ο ήλιος.
Έστελνε φλόγα ολημερίς, τον έρωτα να κάψει,
όμως του κάκου, η θάλασσα εξόρκιζε την άψη.

Κάθε που ο ήλιος φούντωνε μ ερωτική μανία,
μεγάλωνε της όμορφης, την θαλασσολαγνεία.
Μέρα και νύχτα στο νερό ήταν η πριγκηπέσα,
να μην καεί ο έρωτας, δεν είχε ο ήλιος μπέσα.

Ώσπου η νύχτα άπλωνε τα σκοτεινά σεντόνια,
κι ο θάνατος γονάτιζε, στα μαρμαρένια αλώνια.
Ορμήνευε απ τον ουρανό, τον έρωτα η σελήνη
σαν έπαιρνε την όμορφη, της θάλασσας η δίνη.

Το καλοκαίρι πέρασε, ο ήλιος πια δεν καίει
ένα κοχύλι μοναχό, σε κάποιο βράχο κλαίει.
Του έρωτα ανάμνηση, έμεινε στο χειμώνα,
μια πριγκιπέσα όμορφη που έγινε γοργόνα.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
22/8/2016=21=3

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

«Είναι φυτά τ’ ουρανού οι Έλληνες, και όχι της γης» (Πλάτωνας Τίμαιος 23 d – e).

«Δεν προήρχοντο από το σπέρμα, αλλά αντιθέτως το σπέρμα προήλθε από αυτούς» 
(Αριστοτέλης: Μετά τα Φυσικά, 7,30)
Μένω εδώ, σε ένα τρισδιάστατο τοπίο βαρετό.
Ένας ζωγράφος δίχως χρώμα, σε κακή στιγμή.
Μένω εδώ, σε ένα κιγκλίδωμα ατσάλινο φτιαχτό.
Ένας οπλίτης δίχως όπλα, σε ωραία παρακμή.

Μένω εδώ, σε ένα δωμάτιο στριμμένο σε χαρτί.
Μια Κυριακή, μια ακόμα δόση ποτισμένη ανοχή.
Μένω εδώ, σε μια παράγκα να ρουφάω τα γιατί.
Η κάθε μέρα δοκιμάζει, του μυαλού την αντοχή.

Έτσι λοιπόν, να υπνωτίζει η κλεψύδρα τον καιρό,
του κρεμασμένου ρολογιού μονότονο το πέρα δώθε.
Έτσι λοιπόν, το τίποτα γεννιέται σαν γλυκό μωρό,
μητρός αγνώστου γενικής, και κλητική ώ νόθε.


Αναρωτιέμαι, γιατί χθες στις παρυφές ενός βουνού,
ένοιωσα κάτι θα συμβεί, αλλάζει η θέα στη στροφή.
Αναρωτιέμαι, γιατί χθες με το γαλάζιο του ουρανού,
πίστεψα σ άγνωστους θεούς, με ιερό στην κορυφή.

Κάθομαι εδώ, κλώθω αργά τη δύναμη σ΄ ανέμη,
γύρω μου έρημος χαράς, τυλίγεται στο αδράχτι.
Κάθομαι εδώ, η ρίζα μου αυγουστιάτικο μελτέμι,
κορμός η θάλασσα, κοχύλια τα κλαδιά στο χάρτη.

Βρίσκομαι εκεί, στα νοητά με όρους οριζόντων,
εκεί, που σπέρματα φωτιάς έκρυψαν οι τιτάνες
Βρίσκομαι εκεί, στα όρια των λίγων επιζώντων
όσες διαστάσεις οι ψυχές, τόσοι και οι παιάνες.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
21/8/2016=20=2

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Πανσέληνος

Ίριδα μου γεμάτο φεγγάρι
μελιστάλαχτο ασήμι λιωμένο.
‘Έρωτα μου μαγεία και χάρη,
φεγγαρένιο κορμί λατρεμένο

Η πανσέληνος δίνει τη λάμψη
και ο πόθος τα μάτια μου καίει.
Έχει νύχτα δύο άστρα ανάψει,
ουρανός με την θάλασσα πλέει.

Φτερωτέ βασιλιά με τα βέλη
αν σημάδευες τώρα τον ήλιο,
Να σαστίσει, να μην ανατέλλει
τέτοια νύχτα να μείνει κειμήλιο.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
18/8/2016=26=8 

Κυριακή 14 Αυγούστου 2016

Έρωτας του Αυγούστου

Είχα καιρό να γράψω μια νουβέλα
μόνο σε σένα ξανθογάλανη γιορτή.
Το βιολετί φιογκάκι σου είναι τρέλα,
στο χρώμα των ματιών σου ασορτί .

Ανατριχίλα φέρνει το άγγιγμα σου
στάζουν ιδρώτα μεταξένιο τα φιλιά,
Έμβρυο που θα γεννηθώ κοντά σου,
χαμένος άγγελος, που ψάχνει αγκαλιά.

Χαϊδεύω το άγαλμα σου με τα μάτια
και στο βυθό σου χάνομαι βουβός,
κάθε μου θέλω γίνεται κομμάτια,
στην αύρα σου, φαντάζω ακριβός.

θροΐζω στου αυτιού σου το κοχύλι
η αγάπη μου στην θάλασσα ψαλμός
δυο κύματα εμείς, διψούν τα χείλη
κάθε φιλί μας και μεγάλος αγιασμός.

Ήθελα τόσο να σου γράψω έρωτα μου
τούτος ο Αύγουστος είναι μοναδικός.
Έκλεψα την καρδιά απ την καρδιά μου,
ο κάθε χτύπος της δικός σου διαρκώς.

Αν σε ρωτήσει κάποιος κάποτε κοπέλα
για αυτό το τίποτα γραπτό αν γελαστεί.
Ποιος έχει γράψει μια φτηνή νουβέλα,
μη μαρτυρήσεις τον  ανάξιο εραστή.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
14/8/2016=22=4 

Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

Έξωω…. στα μπούτια

Σκάσε γελοία κατσικόμορφη κατάρα
Ψάχνεις αιτία που κοιμήθηκες στραβά
Δεν δίνει ο τάδε, τσακιστή δεκάρα
ούτε πουλάνε τα δικά σου παλαβά.

Τον παχυδερμισμό σου προσωπείο
μοστράρεις μέσα έξω και παντού.
Βρώμισε το κορμί  και στάζει πύο,
μα βαυκαλίζεσαι να γιάνει με βουντού.

Τον γιό σου κάθε μέρα θανατώνεις
την θυγατέρα μονίμως  βλαστημάς.
Μόνιμα την ψυχή σου κερατώνεις
πάντα ο ήλιος γέρνει προς δυσμάς.

Στο λόζο* σου βασίλισσα μετριέσαι
όπως λουφάζεις σε στημένα στεγανά
στον έξω κόσμο αναντίρρητα πηδιέσαι
για να γεμίσεις του μυαλού σου τα κενά.

Είναι αλήθεια τραγικό και ερεθίζει
να καμαρώνεις σαν κατσίκα παρδαλή
Ξένου θεάτρου η σκηνή χαρακτηρίζει
την τραγωδία που μαστίζει  μια φυλή.

Γι αυτό ματαίως θα γυρεύεις τράγο
άλλαξαν στάνη τα σωστά αρσενικά.
Ίσως σου χρειάζεται να ψάξεις μάγο
Ίσως με θαύμα ξεκαυλώσεις, μαγικά.

Καρφί, δεν καίγεται για ότι κάνεις
κατάντησες κυράτσα από κυρά.
Δεν είσαι μόνη, ούτε θα πεθάνεις,
έχει πολλές πουτάνες στην ουρά.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
13/8/2016=21=3                                                      Λόζος*  φωλιά άγριου ζώου  

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

Γράφει γούν "Έστι γαρ ειμαρμένα πάντως.." (Ηράκλειτος)

Θα αναστήσω το άψυχο σου σώμα,
Και με αέρα θα ψυχώσω τα πανιά.
Είναι για μας πολύ νωρίς ακόμα,
τους άλλους απαγχόνισαν σκοινιά.

Κρυφό χρησμό, σε μυστική εικόνα
στα μάτια σου προβάλλω μοναχά.
Η άμπωτις ανοίγει τον πυλώνα, 
και σπαρταράνε ψάρια στα ρηχά.   

Σύμβολα σε χαλκό οξειδωμένα,
η ερμηνεία τους καΐλα εν ψυχρώ.
Δύο κλειδιά σε μάρμαρο κρυμμένα,
κρατώ το άλλο, το ένα στον εχθρό.

Πάψε Πυθία, σώπασε Κασσάνδρα,
καμένα λόγια στις ιδέες ασελγούν.
Η δάφνη στεφανώνει κάθε άνδρα,
Δελφοί σε Θερμοπύλες λειτουργούν.

Στήσε καλλίπυγο βωμό κάνε θυσία,
το κάλλος είναι νέκταρ της ψυχής.
Την ευμορφία στόλισε με Αμβροσία
δαίμων χρησμός, αιώνιας αρχής.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
12/8/2016=20=2

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016

Συμφωνία Αγγέλλων


Αναρωτιέμαι πως ο φόβος μου μικραίνει από θαύμα,  
Είναι η δύναμη που βγαίνει από την γη;
Αναρωτιέμαι στης βροχής, και της βροντής το κλάμα,
Μήπως ο πόνος διαφεντεύει τη σφαγή;

Αναρωτιέμαι πώς δεν έσπασε το νήμα που με δένει,
Είναι φτιαγμένο από μεταξένιο φώς;
Αναρωτιέμαι στου βοριά, σε κάθε ανάσα παγωμένη  
Μήπως για πείσμα, στάθηκα ορθός;

Αναρωτιέμαι αν ο ήλιος σαν ιππότης βασιλεύει
Μήπως το χώρο δίνει στην νυχτιά;
Αναρωτιέμαι τι η κόλαση με πόλεμο κουρσεύει
Μήπως ο πειρατής τον διάβολο γελά;

Κι αναρωτιούνται για την δύναμη αόριστα μαζί σας
Μήπως υπάρχει κάτι έξω από μας;
Νικά τον πόνο δίνει θάρρος, και ορίζει το κορμί σας
Μήπως γλυκά πεθαίνει ο σουλιμάς;*

Άνθρωποι γίνονται θεοί, και δαίμονες ανθρώποι
Μα δεν αναρωτιέμαι τώρα πια!
Υπάρχει μια δύναμη που δένει φωτεινά με πόρπη
το σύμπαν του καθένα χωριστά.

Αγγελικό ταξίδι ορισμένο, ο τόπος φανερά ερημικός,
παρέα η Έσω δύναμη κυρά,
Ερμαί του δρόμου φύλακας μου, συνοδευτής μοναδικός,
Άγγελος με λευκά φτερά.

Μιλώ μαζί του περπατώντας, βουτάω στ άδυτα πανάρχαιας ψυχής
Αγγίζω στάλαγμα δροσιάς,
Είναι αλήθεια, πλέον δεν αναρωτιέμαι, βρήκα το τέλος της αρχής
και βλέπω μέσα μου, εσάς.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
11/8/2016=19=10=1


*σουλιμάς= πολύ πικρό