Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Ορατών τε πάντων, και αοράτων…

"Λαχτάρισα, τα ψέματα και τους γρίφους…
Η δραστηριότητα μου με σκοτώνει…
Εμείς, επικοινωνούμε στο privet chat, η με SMS…"

Τελικά δεν είναι κλειστός ο παράδεισος, αλλά η κόλαση.
Τα ψέματα που μας ταλαιπωρούν χιλιετηρίδες τελειώνουν.
Ο παράδεισος είναι τα πάντα, εκτός από ένα κομμάτι μέσα στον παράδεισο περιφραγμένο με φώς, φως ανέσπερο, και φώς απροσπέλαστο…
Αυτή η μάντρα φυλακή, είναι η κόλαση, πυκνοκατοικημένη με μικρή έκταση.
Και εκεί στοιβάζονται όσοι τους φύλαξη η μοίρα να ριχτούν στην αγκαλιά της.
Γύρω παντού παράδεισος, και δύο βήματα από το φράχτη περιπολούν πολεμιστές του φωτός, βλέπουν επιτηρούν και επιλέγουν…
Σε μια στιγμή λοιπόν διάλεξε ο πολεμιστής  Οληίλ, την φυλακισμένη, Φατιαλ, και εκείνη ταυτόχρονα, πόθησε να την διαλέξει την ίδια ακριβώς στιγμή…
Το γαλανό της χρώμα, έδενε απόλυτα με την μενεξεδένια του αύρα.
Είχε αρχίσει το χρώμα της  να σκουραίνει, και το δικό του να φωτίζεται…
Όλα έγιναν σε μια στιγμή…ταυτόχρονα στον μικρόκοσμο και στο σύμπαν.
Κοίταξε ικετευτικά τον πολεμιστή, με ζωγραφισμένο στο ζωηρό της βλέμμα όλο το σενάριο. Εκείνος το διάβασε, και έφτιαξε τον δικό του σκοπό.
Ρόλος των φωτεινών πολεμιστών, είναι, να μεταφέρουν από την κόλαση στον παράδεισο όσους έχουν την θέρμη, και την δύναμη να αντικρύσουν το φώς.
Ο σκοπός τους είναι να ελευθερώνουν, με την ρομφαία του φωτός.
Άπλωσε το χέρι του, και πέρασε η παλάμη του μέσα από το φωτεινό πλέγμα της φυλακής.
Διάβασε η Φατιάλ, την γραμμή της τύχης και χαμογέλασε, διάβασε και την γραμμή της ζωής και το χαμόγελο έσβησε, καθώς χώθηκε και κούρνιασε στην παλάμη του.
Πίσω της σκυλιά, οι φθονεροί δεσμώτες έτριζαν τα δόντια τους ζητώντας εκδίκηση.
Μάταια,  δεν νικιέται το φώς, δεν υποτάσσεται το καλό.
Αντίθετα μέσα στην άγνοια των δεσμωτών, μέσα στο τυφλό τους ρόλο, πάντα βρίσκει χαραμάδες και τρυπώνει δηλώνοντας την δύναμη του.
Ο δρόμος για τον παράδεισο, αν και δύο βήματα από την κόλαση, μεγάλος.
ΕΚΕΙ μόνο ναι στιγμή, ΕΔΩ όμως πολλά χρόνια.
Ο δρόμος για την ελευθερία, περνά απαραίτητα μέσα από την υλη, εκεί γίνονται οι δοκιμασίες και εκεί κρίνεται η αξιοσύνη να αγκαλιάσει κάποιος το φώς.
Αγκάλιασε τον πολεμιστή, για εκείνη ο Οληιλ ήταν πλέον ο άγγελος της.
«Σε αγαπώ» του ψιθύρισε και Πέρασαν ντυμένοι με σάρκες και δέρμα.
Ζωή θειο δώρο, μαζί περπάτησαν, ενώθηκαν,  έπεσαν, και ξανασηκώθηκαν…
Ο Άγγελος και η Αδυναμία, όνειρα πραγματικά με το άλφα της αρχής στεφανωμένο, και το άλφα της αγάπης ακέραιο.
Και έδωσε ο Άγγελος με τα χρόνια, στην Αδυναμία, δύναμη.
Χάρισε ένα κομμάτι του, μοιράστηκε μαζί της την γνώση, μυηθήκαν και οι δύο μαζί.
Κάποια στιγμή όλα ήταν έτοιμα, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για το πέρασμα στην αθανασία, στον παράδεισο , στο φώς.
Όλα έγιναν σύμφωνα με το πεπρωμένο.
Η Αδυναμία μεταμορφώθηκε σε Φατιάλ, παντοδύναμη πλέον και πανίσχυρη στην νέα διάσταση.
Τιμώρησε τον δεσμώτη της, και με ευγνωμοσύνη, αφιέρωσε την προστασία της στον Άγγελο, που υπήρξε καταλύτης και ταυτότητα.
Ο Άγγελος, περήφανος και ολοκληρωμένος συνέχιζε τα γήινα χρόνια, και τις παραδεισένιες στιγμές, πάντα όμως δύο βήματα από την κόλαση.
Ο Οληίλ με καθαρό βλέμμα, αντίκρισε σε μια από τις περιπολίες του την Ναρίτ.
Όλα είναι δύο γύρω μας, όταν γίνονται τριάδα, δείχνουν πως ποθούν να ενωθούν με την Μονάδα.
Η Ναρίτ φυλακισμένη, με προσωπείο, λαχταρούσε το πέρασμα στην ελευθερία και στο φώς.
Κανείς δεν είναι ίδιος και κανείς δεν είναι αψεγάδιαστος.
Άφτιαχτη η Ναρίτ, θα δυσκολευόταν να αποκτήσει την ελευθερία της, επειδή το δέντρο της αλλοίωσης στην κόλαση είχε αρχίσει να ριζώνει.
Η μεγάλη και παρατεταμένη σκλαβιά, απομακρύνει την Ελευθερία.
Η κόλαση αυτόνομη με δικούς κανόνες, και χρειαζόταν η Ναρίτ, να κάνει κάτι για τους δεσμώτες, ώστε να επιτρέψουν.
Γιατί δεν φεύγεις από την κόλαση, όταν σου ρουφήξει την ικμάδα του φωτός, τότε πρέπει να γίνει μετάγγιση από καθαρό δότη, έναν φωτεινό πολεμιστή.
Η εντολή ήταν, εκδικήσου τον Άγγελο, που μας έκλεψε την Φατιάλ.
Ο Οληίλ έστρεψε το βλέμμα του προς την Ναρίτ, η πρόκληση ήταν μέγιστη.
Έφτιαξε το σενάριο, όλα συγκεχυμένα, διαφορετική περίπτωση.
Η καινούργια αποστολή, ήταν ένα ανακάτεμα, κόλασης και παράδεισου.
Το φως και το σκοτάδι πολεμούσαν, ότι ήταν υπέρ ήταν και κατά, και το ανάποδο, αντιμαχόταν το ίσιο.
Άπλωσε την παλάμη του και πάλι όμως.
Η Ναρίτ είδε την γραμμή της δύναμης, ζήλεψε την γραμμή της τύχης, και δεν έδωσε καμία σημασία στην γραμμή της ζωής, αντίθετα θαύμασε την βελουδένια και αναπαυτική πρόταση.
Άγγιξε το χέρι του μέχρι που να περάσει, «είσαι ο άνθρωπος μου» ψιθύρισε….. άνθρωπος; Όχι μόνον, και άνθρωπος φυσικά.
Και όταν αυτό έγινε, το άνοιγμα πύλης, και η αλλαγή διάστασης, τότε το άφησε και απλώθηκε στην δήθεν ελευθερία, που της εξασφάλιζε το προσωπείο.
Όλα, κρατούν ΕΚΕΙ μια στιγμή, και όλα η σχεδόν όλα πέρασαν ΕΔΩ, για να κρατήσουν χρόνια.
Δύσκολο το έργο και θέλει τον χρόνο του να ωριμάσει, θέλει πειθώ η μύηση, και η αλλαγή σε σφραγίδες αιώνιες πονά.
Βρήκε τον Άγγελο η Λατρεία, και προχωρούσαν άχρωμα χωρίς σκοπό και ουσία για πολύ.
Αταίριαστες αποστολές, άλλο σενάριο η Λατρεία άλλο ο Άγγελος.
Ντύθηκε με το χρόνο αποτυχία, η αποστολή της εκδίκησης, και βοήθησε σε αυτό η Φατιάλ, του Αγγέλου η προστάτιδα σκιά.
Γέμισε πανικό, θυμό, και απόγνωση το αγκαθένιο περιβόλι της Λατρείας.
Υδρόβιο περιβόλι, στης θάλασσας τα βάθη, ίσως να μην το φτάνει Ήλιου φως, γιατί τον φόβο φέρνουν όσοι, από αιώνια σκλαβιά, βγαίνουν στην μέρα.
Αιώνια όμως το φως κερδίζει το σκοτάδι, και άμα οι δύο γίνουν τρεις φτάνει η ώρα να αγκαλιάσουν την μονάδα.
Η μια παλάμη δεν θα φτάσει, για να γίνει της ψυχής η αλλαγή, γι’ αυτό χρειάζονται δύο.
Δυο χέρια τόσο δυνατά, θα κάνουν ότι πρέπει, και τα σκοτάδια θα ακυρώσουν και το σενάριο που φτιάχτηκε θα κάνουν πράξη, γιατί η  ουτοπία σβηνεται, όταν πιστέψεις πως δεν υπάρχει.
Ο Οληίλ και η Φατιαλ, δοκιμασμένοι φωτεινοί πολεμιστές, δεν ξέρουν τι θα πει να χάσεις μια ψυχή που πολεμά σε λάθος δρόμο, να φτάσει στον σκοπό της, και στο τέλος.
Στο μυστικό της περιβόλι η Ναρίτ, κάποια στιγμή, είδε τα αγκάθια, την θέση τους να δίνουν σε λουλούδια, σημάδι πως το τέλος πλησιάζει.
Δεν αντιστάθηκε ποτέ ξανά, μέχρι την όμορφη εκείνη την στιγμή που γέμισε τον κόρφο της δροσιά, θαλασσινή δροσιά, κόρη του μπάτη.
Το ολόλευκο το σώμα της Λατρείας, σε ανάκλιντρο ριγμένο, που σέρναν τρίτωνες και Νηιρίδες, την πύλη διάβηκε ξανά, και έγινε η Ναρίτ, Ναριτιάλ, που πάει να πει του Ήλιου κόρη.
Είναι από τότε, πριν χιλιάδες χρόνια, μια στιγμή μονάχα ΕΚΕΙ, τρία αστέρια, σαν διαμάντια του ουρανού.
Όποιος ξαπλώσει μια αυγουστιάτικη βραδιά, αργά την νύχτα σε αμμουδιά φεγγαροστόλιστη, τα βλέπει στον ουράνιο θόλο, τρίγωνο ιερό, τριάδα θεια.

Οληίλ-Φατιάλ-Ναριτιάλ, τουτέστι μεθερμηνευόμενο………
Ολοκληρωτικά-Φωτισμένος-Νους.

ΕΚΕΙ δύο βήματα από την Κόλαση…με μια καρδιά κουράγιο φορτωμένη, και την ψυχή γεμάτη ΦΩΣ.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
3/8/2013=17=8=Θέωση

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Serial Killer






Ετοιμάζεσαι να βγεις
Ακονίζεις τα μαχαίρια σου και ελέγχεις τα γυαλιά νυχτερινής όρασης
Έχει «κυνήγι» απόψε
Αρκετές μέρες έκατσες κλεισμένος στο σπίτι για να μη σε καταλάβει κανείς
Δεν είναι και λίγοι 48 φόνοι..
Αν και είναι πολύ λίγοι για τα χρόνια που είσαι «μπλεγμένος»
Πρέπει να ισοβαθμίσεις το σκορ με τους άλλους
Βαρέθηκες να σε λένε μαμούχαλο και αδερφή
Σήμερα όλη η πόλη θα πνιγεί στο αίμα των θυμάτων σου
Στρώνεις τα ρούχα σου και κρύβεις καλά τα ακονισμένα μαχαίρια σου
Βγαίνεις κρυφά από το παράθυρο
Κανείς στο σπίτι δεν πρέπει να καταλάβει ότι έφυγες
Μαλακά, σαν πούπουλο, προσγειώνεσαι στο πεζοδρόμιο
Χαίρεσαι πολύ για αυτή σου την ικανότητα
Το να κινείσαι αθόρυβα
Το κάνει πιο απολαυστικό..
Εκνευριστικά απολαυστικό
Κινείσαι στις σκιές
Δεν πρέπει να σε δουν..
Αλλά εσύ βλέπεις
Και μάλιστα πολύ καλά
Τα γυαλιά νυχτερινής οράσεως κάνουν τη δουλειά τους τέλεια
Και τη δική σου δουλειά ευκολότερη
Σου αρέσει να σκοτώνεις με τα μαχαίρια σου
Αυτούς τους μικρούς σουγιάδες
Σε εξιτάρει ο ήχος που κάνει η σάρκα όταν σκίζεται
Είναι σαν το θρόισμα των φύλλων, που τόσο σου αρέσει να ακούς
Αρρωστημένο, αλλά τι σε νοιάζει
Εφόσον σου αρέσει, αυτό είναι και το σωστό
Η αναζήτηση συνεχίζεται
Προτιμάς να κινείσαι σε μέρη που δε συχνάζει πολύς κόσμος
Ποιος ο λόγος να έχεις μάρτυρες;
Θα πρέπει να τους ξεφορτωθείς μετά
Και δε σου αρέσει αυτό..
Προτιμάς να διαλέγεις εσύ τα θύματά σου κι όχι το ανάποδο
Και ξαφνικά το βρήκες!
Το τέλειο θύμα
Έχει την πλάτη του στραμένη σε σένα και μασουλάει ένα κομμάτι ψωμι
Με την απίστευτη ικανότητά σου να κινείσαι παντελώς αθόρυβα, πλησιάζεις..
Φτάνεις σε απόσταση αναπνοής
Και τότε κάνεις το αγαπημένο σου..
«Χααααα», η ανάσα σου στο λαιμό του
Βλέπεις το θύμα σου να ανατριχιάζει
Σχεδόν δέχεται τη μοίρα του
Το ψωμί πέφτει στην κρύα άσφαλτο
Κι εσύ ξεκινάς το δικό σου παιχνίδι
Πάνω στην ταχύτητα παλεύεις να κρατάς και λογαριασμό
Πόσες μαχαιριές αυτή τη φορά;
Πέντε; Έξι; Ή καλύτερα Σαρανταπέντε –Σαρανταέξι;
Κάπου χάνεις το μέτρημα
Δε σε στενοχωρεί και πολύ αυτό
Θα είσαι πιο επιμελής στον άλλο φόνο
Καθαρίζεις καλά τα μαχαίρια σου, αυτούς τους μικρούς σουγιάδες και τους κρύβεις καλά
Η νύχτα μόλις άρχισε
Το «κυνήγι» συνεχίζεται
Στρίβεις στη γωνία και συνεχίζεις να περπατάς
Αθόρυβα
Δεν πρέπει να σε πάρει είδηση κανείς
Και τους βλέπεις
Μια οικογένεια
Ο πατέρας, η μητέρα και το τσούρμο ταπαιδιά
Σου τη δίνουν οι πολύτεκνες οικογένειες
Σου τη σπάνε
Εσύ δεν είχες ποτέ σου οικογένεια
Ούτε γονείς, ούτε αδέρφια
Από πολύ μικρός έπρεπε να τα βγάλεις πέρα μόνος σου
Ποτέ δε δέθηκες με κανένα
Μένεις ουσιαστικά από δω κι από εκεί
Η μόνη σου οικογένεια είναι ο εαυτός σου
Και γι αυτό, αυτοί εκεί πέρα πρέπει να πεθάνουν
Να πληρώσουν για το κενό που έχεις μέσα σου
Και αυτό θα γίνει..
ΤΩΡΑ!
Ορμάς σαν το γύπα
Σαν τα γαμψά του νύχια, τα μαχαίρια σου μπήγονται στην κοιλιά της μητέρας
Αυτή πρώτα πρέπει να πεθάνει, για τη μητρική στοργή που δεν έζησες ποτέ
Και πεθαίνει, ακαριαία
Δεύτερος ο πατέρας
Για την καθοδήγηση που δεν είχες ποτέ όταν ήσουν μικρός
Γιατί αυτός φταίει που δεν έγινες ολοκληρωμένος άντρας
Και τέλος τα μικρά
Για τα αδέλφια που δεν είχες ποτέ
Για τις αγκαλιές που έχασες, τα πειράγματα που στερήθηκες, τη στήριξη στη σκανταλιά και το παιχνίδι
Και πεθαίνουν όλοι
Από μια μαχαιριά στον καθένα
Δεν χρειάζονται παραπάνω εδώ
Είναι ηθικός ο φόνος, όχι για διασκέδαση όπως πριν
Ξανακαθαρίζεις καλά τα μαχαίρια σου, αυτούς τους μικρούς σουγιάδες και τους κρύβεις καλά
Η νύχτα συνεχίζεται
Πρέπει να πεθάνουν κι άλλοι
Πρέπει να αυξηθεί ο αριθμός
Για να σταματήσουν να σε περιγελούν
Και αυτό θα γίνει
Συναντάς ένα ζευγάρι
Είναι στα μέλια τους
Το καταλαβαίνεις από τα δώρα που ανταλλάσουν μέσα στο νάζι και τη γλύκα
Αηδία
Τα άντερά σου ανακατεύονται
Δεν αντέχεις να τους βλέπεις
Πρέπει να πεθάνουν
Δε λέει ο κόσμος: «Είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου! Και να πέθαινα τώρα δεν θα με ένοιαζε..»
Ε, ας τους διευκολύνουμε..
Ένα σάλτο, δύο μαχαιριές
Στις καρδιές τους
Για να μάθουν
Για τον έρωτα που δεν έζησες ποτέ
Οι σχέσεις μιας βραδιάς μια στο τόσο δεν πιάνουν
Αυτές δεν έχουν συναίσθημα
Είναι καθαρά θέμα ενστίκτου
Και καύλας
Μέχρι εκεί
Καθαρίζεις καλά τα μαχαίρια σου, και τα κρύβεις
Πάντα με καθαρά μαχαίρια πρέπει να σκοτώνει κανείς
Σαν να είναι πάντα η πρώτη φορά
Όπως όταν φτιάχνεις ένα γλυκό
Πάντα καθαρίζεις το κουτάλι σου για να ανακατέψεις και το δεύτερο μπωλ
Ποτέ δεν πρέπει να ανακατευτούν οι γεύσεις
Όπως και το αίμα εξάλλου
Δώδεκα φόνοι είναι καλά για απόψε
Νιώθεις λίγο κουρασμένος
Γυρνάς προς το σπίτι
Ο ήλιος αρχίζει να ανατέλλει
Κρύβεις τα γυαλιά σου και συνεχίζεις
Έφτασες
Πρέπει να ξαναμπείς από το παράθυρο
Για να μην καταλάβει κανείς ότι το είχεις σκάσει όλη νύχτα
Με τη μοναδική σου ικανότητα να κηνείσαι αθόρυβα, σκαρφαλώνεις και μπαίνεις μέσα στο σπίτι
Καθαρίζεσαι στα γρήγορα και κατεβαίνεις προς την κουζίνα
Ο ήχος από πιατικά μαρτυρά ότι όλοι έχουν ξυπνήσει
Τους καλημερίζεις με τον τρόπο σου
Ένα μακρόσυρτο νιαούρισμα
Αυτό είναι και το σήμα για να σου σερβίρουν το πρωινό σου
Σολωμός σε κονσέρβα, το αγαπημένο σου
Τρως χαρούμενος και γουργουρίζεις σε κάθε χάδι στο κεφάλι και τη ράχη σου
Τελειώνεις το πρωινό σου και κατευθύνεσαι προς το τζάκι
Καθώς καθαρίζεσαι σκέφτεσαι: «Καλά πήγε σήμερα.. Θα ξαναβγώ κι αύριο»
Τεντώνεσαι, κουλουριάζεσαι και κοιμάσαι ευχαριστημένος..

DEMI NAK
17/1/13

Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

Της ύπαρξης το αγέμιστο, χαμόγελο και δάκρυ

Σαν γονατίζει η νύχτα, τάχα να κάνει προσευχή στ' αστέρια, και την ανάσα της κρατά, μην την ακούσει ο Άδης που παραμονεύει, στην καμάρα της να τρυπώσει.
Τότε κοπάζει ο άνεμος να την προδώσει,
Τότε η θάλασσα της αμμουδιάς τα χείλη γλύφει,
Τότε ο ουρανός στενεύει, για να χωρέσει στις φλεγόμενες της γης λαγόνες
Τότε η ψυχή μου σπαρταράει, και από το τρέμουλο της, στάζουν μνήμες, χρόνια χαμένες.
Και τότε, μόνο το φεγγάρι, πιστό και αγνό, σβήνει κι αυτό το ταπεινό του φώς για να κρατήσει τον ρυθμό, μέσα στου Κρόνου, τα μεγάλα δαχτυλίδια.
Μόνο αυτό, ένα φεγγάρι της νυχτιάς ερωτικό, και μαγεμένο καρδιοχτύπι!!!

Όταν η μέρα ορθώνεται, κι απλώνει τα λουλούδια σε λιβάδια απάτητα, για να γεμίσει με σταγόνες, δήθεν της ζωής μας το πηγάδι, μην τύχει και κανείς δεν βρει του δρόμου της την ανηφόρα,
Τότε ασφαλίζει της καρδίας η πόρτα ολάνοιχτη, να μπουν του Ήλιου αχτίνες και την κάμαρα μας να ζεστάνουν.
Τότε αστράφτουν τα βουνά στις κορυφές, τα βλέμματα τα των αετών, που με μανία φτεροκοπούν να αγκαλιάσουν.
Τότε γρυλίζουν τα λιβάδια, και χίλιες μέλισσες βουίζοντας εδώ και εκεί, χωρίς σειρά νέκταρ μαζεύουν και κεντρί αλόγιστα προσφέρουν.  
Τότε τα΄χναρια οδηγούν ξανά τα βήματα, του κουρασμένου οδοιπόρου στης σπηλιάς την λήθη, που φως δεν φτάνει.
Μόνο εκεί, βρίσκει αναπαμό, και τις πληγές του ο καθένας γλύφοντας, λύκος αδάμαστος, με υπομονή και δύναμη επουλώνει!!

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
13/7/2013=17=8 άπειρο

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Αλκυονίδες

Ένα φεγγάρι κόκκινο που ξεχειλίζει
Ξυπνάει φλογισμένα  κιτρινολουλούδια
Βαφεί την θάλασσα, ανάσες καθρεφτίζει
Άδουν σειρήνες του ερώτα τραγούδια

Βλέπει ο θεός την νύχτα και ερωτάει
Φεγγάρι, τι ζητάς στο πέρασμα σου;
Γυρεύω δρόμο, στην αλήθεια Πασιφάη
Στον ουρανό, αναζητώ το κάλεσμα Σου.

Μείναν τα χρόνια έρημα, χωρίς ημέρες
Στάλαξε ρόδο, της σελήνης το στεφάνι
Τσάκισε η θάλασσα, κορμιά στις ξέρες
Ήρθε η αυγή, και έσβησε την πλάνη.

Είναι χειμώνας, το στενό το μονοπάτι
Το πέρασμα στην άνοιξη, δυο κροτίδες
Φιλιά αποκαΐδια, τυλιγμένα στο αδράχτι
Σπέρνουν αστέρια  οι ζεστές αλκυονίδες   

Ένα φεγγάρι χρυσαφένιο που φωνάζει
Ψηλώνει ο νους, σε τόσα παραμύθια
Βροντά η καρδιά, το στήθος οργιάζει
Άκου θεέ, δεν είναι ο έρωτας συνήθεια.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
25/6/2013=19=10=1

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Κυνηγητό

Στα βλέμματα τ’ αφώτιστα, σπίθες μεθάνε,
Ματιές κουφάρια, που ποτέ τους δεν γελάνε
Πάγωσε στα βουνά της ίριδας το χρώμα
Γιατί η γριά μητέρα τους δεν τάισε ακόμα

Μάσκες πουλιών, στο πέταγμα πονάνε
Πληγώνουν και πληγώνονται, σκορπάνε
Καπέλα, νύχια, ράμφη, άκοσμο τρεχαλητό
Δεμένοι σκλαβωμένοι, σ’ άψυχο κυνηγητό.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
23/6/2013=17=8

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

Νυκτωδία

Νύχτα μου όμορφη, γλυκιά, μισό φεγγάρι,
Για να χορτάσει το βαθύ ερωτευμένο κριάρι
Πεπλοσταγόνες του έρωτα, μετάξια δαντελένια
μην σέρνονται σε αμμουδιές, σε βράχια κοραλλένια
Απλώστε χίλιες αγκαλιές, αγάπης ν΄ ακουμπήσουν
Χίλιες ανάσες ποθητές, χίλιες φωτιές να σβήσουν.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ

21/6/2013

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Τρισδιάστατα ημιτελή….ένα το ζητούμενο!


Έτσι που μου μιλάς για αγάπη, αθέλητα φουρκίζεις την ζωή
Κρατάς σφιχτά το δάκρυ, χείμαρρος στην καρδιά σου, η ορμή
Μετράς σταγόνες της βροχής, σαν διαμαντένια δαχτυλίδια
Και στις ανάσες της ψυχής, στολίζεις τιποτένια μπιχλιμπίδια. 

Και εγώ που τώρα δεν μιλάω, φυλάκισα τις λέξεις τον χειμώνα
κράτησα μόνο φυλαχτό να πάω, μια τρυφερή θλιμμένη ανεμώνα
Λόγια γυαλιά που καίνε, σκουριασμένα χωρίς ράγες τραίνα, 
σε μια αγκαλιά να κλαίνε, τα δάκρυα μελάνι σε μια πένα.

Πονάνε οι κούφιες αγκαλιές, πληγώνουν τα θολά τα μονοπάτια
Κρύβονται φίδια στις ξερολιθιές, λάθος σαν κάνουνε τα μάτια.
Δεν έχει θέλω με παιχνίδια, το ψέμα δεν σκοτώνει την σκληράδα
Κρύο του πάγου πνεύμα, να ψιθυρίζει τ’ όνομα μου η σοροκάδα.

Καθώς το ρυάκι της ζωής κατρακυλάει, παλιά ηχώ, μιλάμε λίγο
Χίλια φιλιά, χαρίσματα σε ωκεανό ζητάει, σκιές λένε να φύγω.
Στιγμές του χρόνου τα σημεία λάμπουν, ο άνεμος βοά «τα λέμε»
Πονάει τους νεκρούς της νύχτας, να αγκαλιαστούμε και να κλαίμε.

Τόσοι πολεμιστές, χαρά και γέλιο, δάκρυα πονεμένα  στην βροχή
Αυτοί που κάνουνε το ψέμα ευαγγέλιο, μόνο σκοτώνουν την αρχή
Βρισιές και πτήσεις χαμηλές στην θλίψη, καίνε τα ρόδα της αυγής
Αγγίζοντας μια σπάνια στύση, βυσσοδομούν στην χώρα της κραυγής

Ασήμια στάζει ο ουρανός, πολύτιμα τα δάκρυα λαμπρά πετράδια
Αχολογά ο κεραυνός, σκίζουνε ουρλιαχτά, της νύχτας τα σκοτάδια
Μπάσταρδοι τα παιχνίδια σας, σήψη μυρίζουν σε νερό Πιλάτου
Κόψτε πανί απ τ΄ αρχίδια σας, και ράψτε την σημαία του θανάτου.

Σκιές μιαν άλλη μέρα ξεκολλάμε, δεν μας πειράζει που πεθαίνουμε συχνά
Πάντα την κρύα σκανδάλη αναμασάμε, θα σπρώχνουμε βολίδες στα ψαχνά
Είναι στραβό, το ψέμα σκύλε να μετράει, δεν θέλω να ξεχάσω, πότε, η στιγμή
Ζωή κρυμμένη καραούλι, με αίμα θα κυλάει,  μέσα στου χρόνου την ρωγμή.
 
Στον θάνατο άμα τύχει και ορκιστούμε, πρόστυχο ερωτοκύλισμα σε βούρκους
Κόλασης γκρίζο Ρουβικώνα θα διαβούμε, αιτία να  κρεμάσουμε τους Βρούτους
Κανείς ποτέ δεν ρώτησε τι να σημαίνει, αγαπαθρώποι, ζωθανή, ματαιοδρόμοι
Με φως το γράφει ο Ήλιος που ζεσταίνει, και το διαβάζει ο Ένας η οι Νόμοι.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
19/6/2013=22=4
(τρισδιάστατος+1, το ζητούμενο) 

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Εξορκισμός

Εδώ στην άκρη της βροντής, στης αστραπής την δίνη,
Μια σπίθα της νεροποντής, φουντώνει το καμίνι.
Πρώτα να κάψει τις γιορτές, μετά τα πανηγύρια,
Να γίνουν στάχτη αρετές, αίμα στα κλαδευτήρια.

Στο καθαρό σεντόνι μας, βουνήσια τριλογία,
Στάχυα χρυσά στο αλώνι μας, και ο θερισμός μαγεία!
Η νύχτα τρισυπόστατη χορεύει ταραντέλα,
Θυμός πνιγεί τα λόγια της, του πρωινού η  τρέλα.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ


16/6/2013=19=10=1 (το πάν)

Αλυσίδα!

Έπρεπε να το φανταστώ,
οι μεγαλύτεροι και δυνατότεροι Έρωτες είναι τρείς,
και είναι λευκοί και αγνοί, για αυτό Απόλυτοι.
Προς τον γονέα προς το παιδί, και προς την ψυχή μας.
Πατέρας για τις γυναίκες, μητέρα για τους άντρες, παιδί για τους γονείς.
Αυτοί οι έρωτες και ο ένστικτος για την ψυχή μας, καθορίζουν την ζωή μας.
Όσο εντονότεροι είναι,
τόσο δοτικότερους μας πλάθουν,
ενώ το αντίθετο μας μεταμορφώνει σε αρπακτικά.
Αυτά που δίνουμε καθορίζουν την τελειοποίηση μας,
και αυτά που παίρνουμε την πιστοποιούν και την επικυρώνουν, κομμάτι της ελευθέρας βούλησης δώρο θεού!

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ

16/6/2013

Για την Αθηνά

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

Σε λήθ..αργο!

Όλβιοι όσοι το μπορούν,να ανοίγουν σε άχρονες στιγμές, 
την πόρτα της ψυχής τους, να λούζονται το ψυχοφώς.

Κι είναι Μακάριοι αυτοί  που συχνωτίζονται  ολβίους,
μέχρι να βρούνε το κλειδί,
αυτόματα να ανοίγουν την δική τους…

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
14/6/2013=17=8
θεός και άπειρο αντάμα 

Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

Τα αγέννητα νεκρά παιδιά μας!!!



























Χρόνος ειναι η έκφραση του χάους, που ρέει στο ορατό συμπαν, και διέπεται απο την νοητική μας υπόσταση.
Ως εκ τούτου είναι σαφές πως η διαίρεση του χρόνου έχει καθαρά υλιστικό χαρακτήρα, και σε καμιά περίπτωση δεν επηρεάζει, το ψυχικό μας κομμάτι.
Το παρελθόν είναι η παρακαταθήκη του καθενός είναι όλα εκείνα που παρέλαβε, σαν εφόδια από την στιγμή που διαμόρφωσε το σχέδιο της υλοποίησης του, αλλά και όσα προστέθηκαν, μέσα στην πορεία της εξέλιξης του στον υλικό κόσμο.
Πέρα από  τον χρόνο, παρελθόν είναι όλα εκείνα που μας συνοδεύουν, μετά από δική μας επιλογή, με την δυνατότητα όμως κατά την διάρκεια της ζωής μας να τα τροποποιήσουμε.
Είναι όπως όταν αποφασίσαμε ένα ταξίδι, και επιλέξαμε τι αποσκευές θα μας συνοδευόσουν. Δοκιμαζόμαστε και εμείς στο ταξίδι, δοκιμάζονται και οι αποσκευές που επιλέξαμε. Στόχος η επίτευξη του αρχικού σχεδίου, όχι όμως αυτοσκοπός.
Υπάρχουν διαφοροποιήσεις στον δρόμο, διορθωτικές κινήσεις, επιρροές, και αυτό συνθέτει το κομμάτι της ελεύθερης βούλησης.
Κάποιες αποσκευές χάνονται, κάποιες καινούργιες αποκτώνται, κάποτε παραμένουν και όλα όπως ξεκίνησαν. Αυτό είναι και το τραγικό.
Να επανέλθει κάποιος στον Αδα, και να μην έχει προσθέσει κάτι καινούργιο στην ψυχή του από το ταξίδι στην ζωή. Έτσι απολύει την ψυχή αυτού, και ο δρόμος για τα τάρταρα είναι πλησιέστερα. Ο μόνος φόβος που έχει η ψυχή είναι να αναλωθεί, και να χαθεί στα τάρταρα.
Το παρόν είναι το σημαντικό κομμάτι γιατί μέσα σε αυτό, μπορεί ο άνθρωπος να ορίσει και να διαφοροποιήσει την υπόστασή του, οι ενέργειες του παρόντος καταγράφονται και εντυπώνονται στο βιβλίο της ύπαρξης, και μόνο αυτές.
Οι μοναχοί αναγνωρίζουν ότι δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί το είναι τους και για αυτό, προσπαθούν να το εμπλουτίσουν, με ενδοσκόπηση.
Οι ολοκληρωμένοι σε έναν  βαθμό αφού ξεκόπηκαν από την ολική μήτρα, έχουν τα κενά τους και σαν ατομικές οντότητες προσπαθούν να τα καλύψουν. Έχουν ανάγκη τους άλλους να καλύψουν αυτά τα κενά.
Όχι κατ αποκλειστικότητα αλλά με την έννοια ότι, ενέργειες του ενός διαφοροποιούν την θέση του άλλου απέναντι του, επειδή αλληλένδετοι είμαστε όλοι μας, έστω και αν ελάχιστοι το συνειδητοποιούν.
Εκεί υπεισέρχεται το όλον,
Όταν μια ενέργεια είναι κοινώς αποδεκτή σημαίνει ότι καλύπτει μεγάλο μέρος του όλου, δια τούτο και είναι άγραφος νόμος.
Αυτό είναι το εύκολο όμως. Για να υπάρξει συνεισφορά στην εξέλιξη αναγκαίο είναι
ενέργειες και κινήσεις να είναι διαφορετικές από τα κοινώς αποδεχθέντα. Μόνο τότε προσφέρει κάποιος στο σύνολο όταν ανοίγει μια άλλη πόρτα, και όταν την ανοίγει για πολλούς.
Η θυσία κάθε άλλο παρά θυσία είναι, είναι μια καταξίωση του ενός που ξεπέρασε την πεπατημένη, και δείχνει στους υπόλοιπους πώς μπορεί να διαθέσει με περίσσια φειδώ, μέρος των κεκτημένων του, παροτρύνοντας να κάνουν και εκείνοι το ίδιο.
Η θυσία είναι ο υπέρτατος εγωισμός της ύπαρξης, που προσφέρεται, γιατί ξέρει πώς το κενό που δημιουργείται  θα καλυφτεί από την συμπαντική πηγή με καινούργιο υλικό και έτσι να ανέβει στάδιο και κλίμακα, προσφέροντας όχι μόνο σε εκείνον, αλλά εμπλουτίζοντας και την ίδια με νέες ιδιότητες, και εξελίσσοντας την. Έτσι όλοι είμαστε εν δυνάμει, ελαχιστότατοι θεοί.
Η υπέρτατη μονάδα εξελιγμένης οντότητας ο θεός ακόμα έχει ανάγκη τα δημιουργήματα του για να εκφράζεται και να γεμίζει το παν με το άπαν, γιατί τα πάντα ρει, και εξελίσσονται.
Το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται όλα τα υπαρκτά και τα ανύπαρκτα, είναι το χάος . Το χάος είναι το απόλυτο. Όλα τα υπάρχοντα υπόκεινται σε αυτό, και αντλούν από αυτό αλλά και προσφέρουν σε αυτό. Θα μπορούσε να ορίσει και μια πολύμορφη ουσία μέσα σε αυτό, όχι όμως στατική, αλλά εναλλασσόμενη, και διαφοροποιούμενη.
Εκεί λοιπόν είναι και ο σημαντικός ρόλος των υπαρχόντων, να συνεισφέρουν κομμάτι της εξέλιξης τους στο χάος, και να ορίσουν κομμάτι του χάους που θα φέρει την ιδιότητα, και την προσφορά τους.
Το ουσιαστικότερο και κυρίαρχο μέσα σε αυτό είναι ο θεός που σχεδιάσαμε, για τι ο πραγματικός θεός είναι το ίδιο το χάος, το απόλυτο.
Η επιλογή δράσης την στιγμή, και με την απουσία του χρόνου, δηλαδή εμφάνιση των μη υπαρχόντων, απαιτεί αντίθεση και σύγκρουση με τά υπάρχοντα  στο χάος για τούτο και οι αντιδράσεις είναι ισχυρές.
Γίνεται μόνο από αυθεντικά κομμάτια του χάους, που έρχονται αντιμέτωπα με αλλά, εξ ίσου αυθεντικά, αλλά ασχημάτιστα όσον αφορά την ουσία,  με στόχο να επιτευχτεί, μέσα από την αντίθεση η αρμονία, και ο εμπλουτισμός της ουσίας.
Το μέλλον, το τρίτο στοιχείο της εικονικής κατάτμησης του εικονικού νοητικού χρόνου. Το μέλλον είναι κενό, «αόρατον», απλά δεν υπάρχει.
Είναι το “τρέχον” σχέδιο που καταστρώνουμε, κατά ην διάρκεια της ζωής μας, και είναι πρόχειρο συνήθως για αυτό και δεν υλοποιείται και παραμένει, σε μορφή ονείρου, καλύπτοντας εικονικά, ανεκπλήρωτες επιθυμίες.
Το μέλλον, είναι το αντίπαλο δέος στο προς επίτευξη σχέδιο μας, είναι και η πρόκληση, να διαμορφώσουμε το παρόν, άρα τον εμπλουτισμό της ψυχής μας.
Το μέλλον είναι και το κακό, αν δεν υπάρξει σωστός χειρισμός, εκεί μέσα κρύβονται όλα τα αρνητικά, εκεί κρύβεται ο «διάβολος».
Το πίσω μας είναι θεϊκό, άσχετα αν διέπεται από πράξεις καλές η κακές, γιατί καλό η κακό δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο «κατάσταση», στην οποία ο νους βάζει ετικέτα.
Το εμπρός μας είναι το ζητούμενο, είναι αυτό που επιδέχεται τροποποίηση, άλλωστε βαδίζουμε, πάντα με κατεύθυνση προς τα εμπρός, και τα μάτια μας είναι τοποθετημένα μπροστά στο πρόσωπο. Τούτο γιατί μπροστά μας είναι η μάχη και ο πόλεμος, και όχι πίσω.
Μπροστά μας είναι ο στίβος, που καλούμεθα να αγωνιστούμε, με όπλα, το θάρρος την αυτοπεποίθηση, και κινητήριο άρμα, την ψυχή, καθοδηγούμενη από έναν επιτελικό νου, σε πλήρη ερωτική αρμονία με εκείνη.
Το μέλλον δεν είναι ο θάνατος, αυτός είναι σκοπός. Το μέλλον είναι, ο τρόπος που θα διαμορφωθεί η οντότητα μας, για να επανέλθουμε στον Αδα από τον οποίο ξεκινήσαμε και να ολοκληρωθεί ένας κύκλος.
 Είναι ένα κομμάτι που δημιουργεί η φαντασία, που είναι ουσιαστικότατο όταν εφαρμόζεται, για την διαμόρφωση του παρόντος..
Ο νους είναι ο διαχειριστής, της υλικής μας ζωής, κρατά το βιβλίο των νόμων, είναι ο δεσμοφύλακας της ψυχής, και είναι η κατευθυντήρια δύναμη αυτή για εκείνον.
Μια σχέση αμφίδρομη.
Αυτή η σχέση έχει απόλυτο συνδετικό κρίκο τον έρωτα, που είναι ο αρμονικός κανόνας των δύο της τριάδας, ουτως ώστε να κατευθύνουν το τρίτο, που είναι άβουλο και ουδέτερο εκτελώντας μόνο εντολές, το υλικό κομμάτι δηλαδή.
Το υπέρτατο της τριάδας, παραδίδεται από την θρησκεία.
Ο «πατήρ» είναι η ψυχή, ο «υιός» το υλικό σώμα, και το «άγιο πνεύμα» ο νους.
Πόσο απλή είναι η κατανόηση, της ύπαρξης μας, και πόσο τραγικά όντα είμαστε που δεν το συνειδητοποιούμε.
Μύθος το μοιραίο, με την υπάρχουσα έννοια, το βιβλίο της ζωής, είναι βιβλίο του καθενός, και εφόσον επέλεξε να ζήσει, επέλεξε και να το διαφοροποιήσει, ουτως ώστε όταν επανέλθει στην κατάσταση του θανάτου, να έχει προσθέσει καινούργιες, σελίδες. Στην διάρκεια της ζωής του, την οποία έχει προδιαγράψει, το απρόοπτο είναι τι θα προσφέρει και τι θα εισπράξει, από τους άλλους, και αυτή η ειδοποιός διάφορα, που καλείται να προσθέσει η όχι στην ψυχική του οντότητα, για να την εμπλουτίσει, και ταυτόχρονα, εμπλουτίζοντας την να ταυτιστεί με άλλες διαμόρφωνες ψυχικές οντότητες, εξελίσσοντας την συμπαντική ψυχή και κατ επέκταση και το χάος.
Και τούτο είναι το υπέρτατο!!

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
8/6/2013=20=2
(πάντα τα υλικά ζεύγος)

Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Ο έβδομος Χρυσόλιθος, ο όγδοος Βήρυλλος.

Το χουν οι μέρες, που ακουμπάνε στα βουνά τα δοξασμένα,
Το χουν του χρόνου τα γυρίσματα, όταν δακρύζουν τα βουνά
Τους κάμπους να περνά ανατριχίλα.
Και είναι χρέος, ένστικτο όσους τα δάκρυα αγγίζουν, να σκαρφαλώνουν στις πλαγιές τους, το πρανές να κάνουν μαξιλάρι, και όνειρα να ζωγραφίζουν στις κορφές.
Είναι τα Όρη, όρια, μα τα όρια ποιος τάχα τα ορίζει.
Ο Ήλιος έβαλε το φώς, έβαλε και το φάος.
Το φως χαϊδεύει της ζωής τα μονοπάτια, και χρώμα δίνει, στις οντότητες, όταν στον κόσμο μας, βάζουν σκοπό να περπατήσουν.
Το φάος πάλι, δύσκολο να ορμισθεί, τι κάνει και τι δίνει.
Είναι το νοιώσιμο, της αύρας του  θεού, είναι τα πάντα που πηγάζουν από Κείνον.
Χάος Εκείνος και πιο πέρα, δημιούργησε το Φάος με σκοπό, πρωταρχικά, για να μπορούν, πάνω σε αυτό, τα υπόλοιπα να δέσουν.
Η θάλασσα πλακούντας στης ζωής την γέννα, την κίνηση έβαλε.
Τον φύλαξε τον σπόρο, μες τα σπλάχνα της, και αλώβητος χιλιάδες χρόνια παραμένει.
Ο σπόρος τούτος, σε πυραμίδα ωρίμασε, καθώς από τα αστέρια ήρθε.
Στο Τάλετον, στην κορυφή την άγια, του βουνού του αρσενικού όπως το λένε οι περισσότεροι, γιατί θυμούνται.
Αρσενικός Ταΰγετος, η πυραμίδα, ο φαλλός του, λέξη αρχέγονη συμβολική, το φαος του Ήλιου, του Ήλιου Αλλ, που υπήρχε αθάνατος και πάντα θα υπάρχει. Ένα κομμάτι του το Λ, των προγόνων μας το σήμα το ιερό.
Ξεχείλισε ο έρωτας, κομμάτι του θεού κι αυτός, φουσκωσε τον φαλλο, και με σπασμούς, σεισμούς, και εκρήξεις, το σπέρμα κυλισε, ζεστό στου ιερού βουνού

Άγρια πετούνια του ουρανού λουλούδι ακριβοστόλιστο, του ήλιου κόρη
Μόνο στα μπαμπακένια σύννεφα, να λούζεσαι σου πρέπει, νερό πορφύρα
Γεννά ο άνεμος αρώματα και χρώμα, που κεντούν το δαντελένιο μεσοφόρι
Ρίμες σκαρώνει η Σαπφώ μαγευτικές,  κι ο Απόλλωνας σού παίζει λύρα.

«Εκεί» που βλέμματα, και αγγίγματα, την πόρτα του Αλωνάρη ξεκλειδώνουν!

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
26/5/2013=19=10 (εν το παν)

Πρελούδιο

Οι ελπίδες μου γρυλίζουν, αγριεύουν όνειρα μου στο σφυρί
Να περπατώ, χωρίς πνοή, θαλασσινό  πουλί χωρίς σπυρί
Τα βήματα μου ανάποδα μικρά, και τα πιστεύω μου σπαθιά
Ρουφήχτηκα αθόρυβα Θαμμένος ζωντανός, στο πέλαγο βαθιά

Έχασε το σκοτάδι ένα φώς, κρυφή λαμπή που ξεθωριάζει
Με την καρδιά μου παγωμένη τ’ όνομα της να ουρλιάζει
Καθώς τα όνειρα μου ψάχνουν χαραμάδα να φυτρώσουν
Αφέθηκα θαμμένος ζωντανός, τριχιές να με στοιχειώσουν

Κάψαν τις γέφυρες της Τροίας, Ελένη, Σπάρτη δίχως γυρισμό
Του υλισμού, ακροβατώ στο τέλος μια σταγόνα γέλιο μ΄αγιασμό
Πνίγεται η πίστη, η ελπίδα παίζει το τρελό της το παιχνίδι,
Να φτάσει ότι λαχταρά, και με αγάπη να δεσμεύει το ταξίδι

Σε αδύνατα χέρσα χωράφια, η καρδιά μου έχει ματώσει
Αυτό που πνίγηκε στη θάλασσα, στην Γή θ΄αναβιώσει
Δεν θάρθει όμως, κλείνοντας το μάτι σαν τον κλέφτη
Θα ανοίξει ο ουρανός, να δω το αστέρι που θα πέφτει.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ

31/5/2013

Τρίτη 7 Μαΐου 2013

Ο πρώτος θεμέλιος λίθος, ήταν ίασπις.


Το χουν του χρόνου τα γυρίσματα, όταν δακρύζουν τα βουνά
Τους κάμπους να περνά ανατριχίλα.
Και είναι χρέος, ένστικτο όσους τα δάκρυα αγγίζουν, να σκαρφαλώνουν στις πλαγιές τους, το πρανές να κάνουν μαξιλάρι, και όνειρα να ζωγραφίζουν στις κορφές.
Είναι τα Όρη, όρια, μα τα όρια ποιος τάχα τα ορίζει.
Ο Ήλιος έβαλε το φώς, έβαλε και το φάος.
Το φως χαϊδεύει της ζωής τα μονοπάτια, και χρώμα δίνει, στις οντότητες, όταν στον κόσμο μας, βάζουν σκοπό να περπατήσουν.
Το φάος πάλι, δύσκολο να ορμισθεί, τι κάνει και τι δίνει.
Είναι το νοιώσιμο, της αύρας του  θεού, είναι τα πάντα που πηγάζουν από Κείνον.
Χάος Εκείνος και πιο πέρα, δημιούργησε το Φάος με σκοπό, πρωταρχικά, για να μπορούν, πάνω σε αυτό, τα υπόλοιπα να δέσουν.
Η θάλασσα πλακούντας στης ζωής την γέννα, την κίνηση έβαλε.
Τον φύλαξε τον σπόρο, μες τα σπλάχνα της, και αλώβητος χιλιάδες χρόνια παραμένει.
Ο σπόρος τούτος, σε πυραμίδα ωρίμασε, καθώς από τα αστέρια ήρθε.
Στο Τάλετον, στην κορυφή την άγια, του βουνού του αρσενικού όπως το λένε οι περισσότεροι, γιατί θυμούνται.
Αρσενικός Ταΰγετος, η πυραμίδα, ο φαλλός του, λέξη αρχέγονη συμβολική, το φαος του Ήλιου, του Ήλιου Αλλ, που υπήρχε αθάνατος και πάντα θα υπάρχει. Ένα κομμάτι του το Λ, των προγόνων μας το σήμα το ιερό.
Ξεχείλισε ο έρωτας, κομμάτι του θεού κι αυτός, φούσκωσε τον φαλλό, και με σπασμούς, σεισμούς, και εκρήξεις, το σπέρμα κύλισε, ζεστό σε σκοτεινές χαράδρες, και μηρούς σπαρμένους με φασκόμηλο, φλισκούνι και λεβάντα, εκεί που θάλασσα πια δεν υπήρχε. Στην θέση της, ξεπρόβαλλαν τους μυθικούς καιρούς, δύο σκέλη, κι ανάμεσα τους έμελλε να γίνει εκείνο που ορίστηκε σε μας να φτάσει, με γρίφους και με παραδόσεις άγραφες.   
Όπου περνούσε κοίτη γένναγε, και ρέμα ορμητικό γινόταν, πλατύ μεγάλο, και ορμητικό, όπως αξίζει σε ένα σπέρμα αμόλυντο, ατόφιο θεϊκό, που το ξεκίνημα του λόγου, θα έσπερνε σε μήτρα γης θεάς και εκείνης.
Αρσενικός Ευρώτας, ο κουβαλητής της άχραντης ζωής το μύρο, στον τόπο της κοιλάδας των δαιμόνων, που ο θειος Όμηρος «κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν» την βάφτισε. Όλα είναι τόσο απλά, που ανόητοι πεπερασμένοι εμείς δεν τα εννοούμε, κι αν κάνει λάθος ο  Όμηρος, δεν κάνει λάθος η γλώσσα, και τον τόπο, να θυμίζει την σπορά τον είπε «Σπάρτα», κι ας έγινε μετά, κάτι σαν βολικότερο Σπάρτη, όπως τα περισσότερα στην γλώσσα μας που για να κρύβουν την αλήθεια παραποιούνται.
Ήταν η Σπάρτα Εύα, που σημαίνει το καλό, και όχι το κακό και η αμαρτία.
Και ήταν ο Αδάμ ο Αδας, δεν έχει σημασία πως κατέληξε στις μέρες μας το νόημα τους. Και άλλα πολλά που δεν τελειώνει η σειρά για να τα πεις είχαν την ιδία μοίρα, ο εωσφόρος και ο  δαίμονας δυο από αυτά, άλλο σημαίνουν κι άλλο είναι.
Όλα τα πάρα πάνω δράση ερωτική θυμίζουν, και έτσι είναι, μας μένει τώρα η μήτρα για να  κυοφορήσει την ένωση της γης και του ουρανού, και να γεννήσει την ζωή, να συνεχίσει αέναα, τριάδα στον υλικό μας κόσμο «έρως ανήρ γυνή».
Και με σοφία καθώς όλα είναι φτιαγμένα, το μέρος λίκνο, να φυλλάξει την ζωή ήταν το Γύθειο. Άλλοι το λένε Γη θεών, μπορεί και να έχουν δίκιο, τίποτα απόλυτο στον κόσμο δεν υπάρχει. Μόνο κάτι αλήθειες σκορπισμένες, κουρέλια, καλύτερα το νόημα στην λέξη «λιταρίδι» την μανιάτικη, νήμα κουρέλι που σημαίνει.
Έτσι το νήμα της απόδειξης για τον ρόλο του Γυθείου, είναι η ρίζα-συλλαβή,  η Πελασγική  «ΚΥ», που περιέχετε, και που σημαίνει, όπως στην λέξη έγκυος, το κοίλωμα, που Όμηρος μας λέει, και ανατρέφει το έμβρυο για να έρθει στην ζωή σαν είναι η ώρα η κατάλληλη.
Ο αέρας μου έφερε με τις ριπές του ν αυλακώνουν της καρδίας μου το στρεβλό αυλόγυρο από ξερολιθιά, όλες τις σκέψεις, και τις αναμνήσεις, από μέρη λατρεμένα, που τα όνειρα μου κτίζουν κάθε βράδυ.
Έρχεται όμως το πρωί και τα γκρεμίζει, κι ας είναι ο Ήλιος φύλακας, το φως τους δεν χωρά μέσα στην μήτρα, που με γέννησε να την φωτίσει.
«Θυμάμαι» μόνο καθώς έβγαινα στον κόσμο, το τελευταίο χάδι αυτής της μήτρας. Πόσο γλυκά με χάιδεψε καθώς με ξεπροβόδιζε, να συναντήσω τάχα την ζωή σας, η την ζωή μας, πρώτο και δεύτερο, ίδια τα πρόσωπα είναι.
 «Θυμάμαι» όταν μ άγγιξαν τα ξένα χέρια, της μαμής, και νευρικά και ανυπόμονα με κράτησαν, μέσα σ εκείνο το θολό τοπίο, είδα του θάνατου τα μάτια, και ούρλιαξα σπαρακτικά, για αυτή την μοίρα.
Σκόρπισαν τα νερά, με αίμα ανάκατα, σαν τότε που κεντήθηκε Εκείνος στον Σταυρό, και έτρεξε νερό και αίμα δείγμα πώς  «πέθανε»!
«θυμάμαι» ακόμα μερικά, μια ζέστη και ένα φώς, σε μια θηλή, με γάλα να με τρέφει.
«θυμάμαι» αγγέλους να φτεροκοπούν, πάνω απ΄ τα βλέφαρά μου, χωρίς να νοιώθω αν σε ύπνο η σε ξύπνιο μέρος ήμουν.
Κι όσο τα χρόνια προσπερνούν και τα βουνά δακρύζουν, όλα ξεχνιούνται δυστυχώς και τα σκεπάζει η λήθη, που μας την έμαθαν στραβά ζωή να λέμε!
ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
7/5/2013

Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

O Ένατος τοπάζιον.


Του Ήλιου στράγγισε το φώς, το φως πίσω απ την μέρα, αυτό που μάτια ανθρώπινα δεν βλέπουν, εκείνη που σπιθίζει στα ανηφόρια, και στις ξερολιθιές καθώς γυρνάμε οι ώρες για να βρουν την ποθητή τους θέση.
Κεραυνοβόλος Ήλιος, την άγρια μέρα, μέρωσε και ασέλγησε στων λουλουδιών τα πέταλα, εκείνα που αλλάζουν χρώμα, όταν σταγόνες τα τυλίγουν μυρωμένες.
Χορεύοντας εκστατικούς χορούς, κυλίστηκε ο Απόλλωνας, μέσα στο δάσος το πυκνό, του σκοτεινού κισσού στεφάνη πλέκοντας, με άγριες μέλισσες, να φέρνουν νέκταρ, για να τυλίξουν με μετάξια, τα κέρατα του Κάρνειου.
Η μαγεμένη πόλη έχασε την παρθενιά της, μέσα στα γλεντοκόπια των Σατύρων, πρώτος να σέρνει τον χορό ο Σειληνός, και πίσω του μαινάδες, τρελά χοροπηδώντας, ημίγυμνες, προκλητικά το στήθος τους να δείχνουν στον θεό.
Στη γονιμότητα τραγούδι έγραψε, την βελουδένια λύρα καθώς χάιδευε ο Ορφέας.
Γιατί εξαγνίστηκε, μόλις που γύρισε απ το ταξίδι του στον Αδη, την Ευρυδίκη να απαντήσει.
Κοινοί θνητοί, ως πότε βροτοί θα μένετε μέσα σε τούτο το ερωτικό πανδαιμόνιο;
Πέτα ψυχή μου ανάλαφρα, σπάσε το χρόνο, και τις αλυσίδες σκόρπα, είναι ο θεός στο κάθε βήμα και στο κάθε βλέμμα.
Ξυπόλητη να αρχίσεις, σε μονοπάτια κακοτράχαλα, με πέτρες κοφτερές τα πέλματα να σκίζουν, και στην ροή του Σκύρα, να ακουμπήσεις, να πλύνει τις πληγές σου με τα αέρινα νερά του.
Γονατιστή αδέσμευτη ψυχή μου, το σύμπαν το δικό σου προσκυνώντας, φωτιές να βάλεις και οι άλλες οι ψυχές ν΄ ακολουθήσουν, τον δρόμο τον σκληρό, που ίσια στο φως μας οδηγεί.
Σέρνοντας, στης μητέρας μας την μήτρα να χωθείς, και αέρινη περνώντας υποχθόνιους διαδρόμους, απ την Γαλακώ κινώντας, ουρανό θα συναντήσεις βγαίνοντας.
Μέλι και γάλα, μήτρα και στήθος, θα σε περιμένουν ΕΚΕΙ.
Το άπειρο του Γαλαξία ακολουθώντας, είσαι στον δρόμο ίσια στην ψυχή του Πλάστη την αιώνια να ακουμπήσεις.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ  1105=7 (εσύ)
6/5/2013=6/5/6=8 (εγώ)

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Ο δωδέκατος αμέθυστος.

Αφουγκράστηκα τους ήχους μιας ψυχής, μιας αθάνατης ψυχής πεθαμένης όμως.
Απόλυτη σιωπή, ούτε η θάλασσα γουργούριζε, θρονιασμένη καθώς ήταν εκεί στης προσμονής την ικεσία.
Μόνο τα δάκρυα καθώς κυλούσαν έσκουζαν σπαρακτικά, και μόνο εγώ τα έβλεπα.
Ούρλιαζε το βιβλικό θηρίο Λεβιάθαν, μου κύκλωνε την ψυχή, παντού σιωπή.
Άπλωσα το χέρι  μου, δεν τα σκούπισα όμως, τα άφησα να κυλάνε ουρλιάζοντας.
Ξεχώριζα ήχους, φθόγγους, λέξεις, προτάσεις,  προσμονές,  επιθυμίες.
Το «λάλον» δάκρυ, χείμαρρος που μιλούσε μέσα από την σιωπή, και μετά χάνονταν στην θάλασσα. Γέμισε η θάλασσα δάκρυα και έγινε αλμυρότερη.
Δεν το σκούπισα, είναι η αγάπη δυνατή, στα μονοπάτια που διαβαίνουν οι ψυχές μας.
Δεν τα σκούπισα, είναι ο έρωτας θεός στα ακρογιάλια, που του Ήλιου τα γυρίσματα φλερτάρει.
Δεν τα σκούπισα, είναι ο θάνατος, σκοπός στις λεωφόρους της ζωής μας.
Γυρεύω μια μετωπική, αν γίνεται χωρίς τον κρότο.
Δεν θέλω θόρυβο με τζάμια κρύσταλλα και λαμαρίνες.
Εκεί στο αντίθετο, να δω τα μάτια του θηρίου, να μετρηθούμε ίσια, χωρίς θορύβους.
Στο αντίθετο, το φως να με τυφλώνει, το νήμα που με δένει με τον άλλο, να γίνει αγωγός και να μου φέρει, την αγωνία και την διάθεση του να γλυτώσει.
Δεν τα σκούπισα, συνέχισα να τα διαβάζω, να ακούω ήχους της σιωπής τους.
Χθες έκλαιγες εσύ, και μίλαγες χωρίς μιλιά, τα άκουγα εγώ και μου άρεσε, τα λόγια της σιωπής σου να χαϊδεύω.
Σήμερα έκλαιγα εγώ, όχι αναμνήσεις ούτε του μυαλού παιχνίδια.
Ήρθε η σειρά μου, για να κλάψω, τα δάκρυα κύλισαν στην θάλασσα και έγιναν βάλσαμο, για να γιατρέψουν της ψυχής σου τις πληγές, και τις ψυχής μου να διορθώσουν ότι άχρηστο υπάρχει.
Είδα τα δάκρυα σου άκουσα τον ήχο τους, γιατί ήταν για σένα.
Δεν είδες τα δικά μου, δεν άκουσες τα λόγια τους γιατί ήταν για μένα.
Δεν σκούπισα τα δάκρυα, γιατί το ξέρω, πως θα στερέψουν μόνα τους σαν κλείσουν το σκοπό τους.
Με έτρεξε η μοίρα με έναν Άγγελο να με οδηγεί, εκεί που ο χρόνος παύει να υπάρχει.
Μαζί θα κλαίμε, το χθες και το αύριο του κόσμου δεν υπάρχει.
Όσοι τους ήχους της σιωπής ακούμε, νικήσαμε τον χρόνο.
Το ανώτερο το φτάσαμε, το αγγίξαμε, για άλλους ανύπαρκτο, ούτε και λέξη δεν υπάρχει να γραφτεί για αυτό. Τόσο μεγάλο είναι.
Περνάει της αγάπης τα μονοπάτια, στου έρωτα τα ακρογιάλια που τα φλερτάρει ο Ήλιος.
Περνάει ακόμα και του θανάτου τις λεωφόρους, καθώς γυρεύει την μετωπική.
Τώρα το ζούμε και το ξέρουμε, και θα το φτάσουμε στο τέλος.
Θα το τολμήσω όνομα να δώσω υπαρκτό μεγάλο, το πρώτιστο για όσα υπάρχουν και για όσα δεν.
Το λένε ΧΑΟΣ, και είναι η γλώσσα και η ουσία του Θεού, είναι το Παν και το Όλον.
Γι αυτό τα δάκρυα δεν τα σκούπισα, ήθελα να κυλήσουν να χαθούν στο σύμπαν, να δω αν θα γυρίσουν από τα μάτια μου να τρέξουν. Και έγινε.
Γι αυτό δεν ζέστανα το παγωμένο χέρι, ήθελα να μείνει ακίνητο νεκρό, να δω τη δύναμη που έχει ο θάνατος.
Γι αυτό δεν ανατρίχιασα, σε ότι μας καλεί κάποιες φορές το σώμα, να δω μπορεί ο έρωτας να προσπεράσει.
Πάντα θα ψάχνω το μετά, βρήκα την δύναμη του χάους.
Όλα σε εκείνο αναφέρονται.
Ακούω σιωπές, και νοιώθω αύρες, γεύομαι λέξεις, αγγίζω μάτια, μυρίζω χρώματα.
Δεν με χωράει της αγάπης το σεντόνι.
Αύρες του έρωτα με συνεπαίρνουν, καθώς το σώμα μου αφήνω να πλανιέται σε ταξίδια.
Οσμές θανάτου, με κερδίζουν καθώς την νύχτα, σε άλλους κόσμους μάχες δίνω σε σκοτάδια.
Ένας «Πολεμιστής του φωτός», τα νήματα της Ένωσης κρατά.
Και η Ένωση αυτή, ποτέ δεν θα διαλύσει, έχει δεσμούς αόρατους που μόνο δυο γνωρίζουν να τους λύσουν.
Θέλω τα θέλω σου, θέλω μια ταύτιση απόλυτη,
Ζητώ να μάθω πως μπορούν να γίνουν ένα δυο ψυχές,
Μπορώ να «ζω» στο χάος.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
29/4/2013=21=3(Τριάδα)

ΥΓ
Τίποτα δεν είναι τυχαίο